Τα παιδιά μας είναι παρατημένα στη μοίρα τους, καθώς διαπαιδαγωγούνται κυρίως από την επαφή τους με τα ΜΚΔ και την απρόσκοπτη πρόσβαση στο Διαδίκτυο εξ απαλών ονύχων. Παράλληλα, κοινωνικοποιούνται σε σχολεία με αδιάφορους για τα μαθήματα και για τον διπλανό τους εγωπαθείς συμμαθητές και με δικαίως φοβισμένους δασκάλους και καθηγητές, οι οποίοι δεν μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους όπως πρέπει, λόγω μιας παχύρρευστης επικράτειας δικαιωματισμού, βίας και προστατευτισμού των παιδιών. Φορτωμένα με Α στο Δημοτικό, διέρχονται αβρόχοις ποσίν την επόμενη βαθμίδα χωρίς μόχθο, όπως ακριβώς μεγαλώνουν στο σπίτι τους, επειδή τους προσφέρονται τα πάντα άνευ δικής τους συμμετοχής στην οικογενειακή ομάδα. «Μαμά, πεινάω», «φέρε νερό», «θέλω μήλο» και ζητάνε να τους καθαρίσεις την… μπανάνα. Είναι πολύ δύσκολο να είσαι γονέας και δάσκαλος· δεν υπάρχει συνταγή και η ευθύνη είναι τεράστια.

Ας τους μάθουμε τρόπους, ασφαλώς όχι σε ένα πλαίσιο σαβουάρ βιβρ, αλλά να μας ζητάνε τα πράγματα χωρίς προστακτικές, «θα μπορούσα να…», «ευχαριστώ», «παρακαλώ» και όλα αυτά σε μια ανταποδοτικότητα της δικής τους μέθεξης με τους ανθρώπους και με τα πράγματα· ας τους ονομάσουμε «ασκήσεις savoir faire». Ας τους διδάξουμε τον σεβασμό σε θεσμούς, αξίες και σύμβολα. Είμαστε όντα που εξελίσσονται και ολοκληρώνονται μέσα από σχεσιακές διαδικασίες· η εκμάθηση των ορίων τους εντάσσεται σε τούτες τις διαδικασίες. Η ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, επειδή νιώθουμε ενοχές αν δεν τις ικανοποιήσουμε και επειδή «έτσι κάνουν όλες» οι άλλες οικογένειες, διαμορφώνει χαρακτήρες αυτοαναφορικούς και μάλλον προβληματικούς. Συναντάμε ευάγωγα παιδιά και ξαφνιαζόμαστε από την εξαίρεση στη διαγωγή τους.

Εμάς, τη γενιά μου, δηλαδή όσοι είναι γεννημένοι μεταξύ 1946 και 1964, μας λένε μπέιμπι μπούμερ. Οι γονείς μας, δηλαδή όσοι γεννήθηκαν από το 1928 μέχρι το 1945, ανήκουν στη σιωπηλή γενιά· η σύζυγός μου ανήκει στη γενιά X, δηλαδή στους γεννημένους από το 1965 μέχρι το 1980. Τα παιδιά μας ανήκουν στους Μιλένιαλ (1981-1996) και στη γενιά Z (1997-2015), όπως και οι φοιτητές μου πλέον. Πρόκειται για μια συμβατική τυπολογία, αλλά ικανή για να διακρίνουμε ζητήματα αγωγής και σεβασμού σε θεσμούς, παραδόσεις και αξίες. Νομίζω ότι οι νεότερες γενιές ουδέποτε συνειδητοποίησαν τη διπλή σημασία της έκφρασης «επιούσιος άρτος», δηλαδή ούτε το νόημα που αναφέρεται στον αναγκαίο για την καθημερινή συντήρησή μας ούτε και το συναφές νόημα που αφορά το μεροκάματο, τα χρήματα τα οποία εξασφαλίζει ένας άνθρωπος από τη δουλειά του για τα «προς το ζην». Στην καθ’ ημάς παράδοση αυτό εκφράζεται συμβολικά και πρακτικά με το καθημερινό φαγητό στο τραπέζι της οικογένειας, η οποία αποσαρθρώνεται πλέον εις τα εξ ων συνετέθη. Να τρώμε όλοι μαζί, χωρίς καπέλα και κουκούλες, χωρίς χρήση κινητών, συνομιλώντας και προσπαθώντας πάντα να κατανοήσουμε κάτι από τη δική τους καθημερινότητα και τις δικές τους ανάγκες, αλλά δείχνοντάς τους και τις προτεραιότητες της οικογενειακής ομάδας ως βασικότερες των δικών τους.

Οικογένειες μονογονεϊκές, γονατισμένοι ενήλικοι υπό το άχθος της επιβίωσης και της ανταπόκρισης στις υποχρεώσεις τους, άκοντες να εμπλακούν με τα πολιτικά στην ουσία αδιέξοδα του δυτικού πολιτισμού, που καταδικάζουν τους νέους, δηλαδή τα παιδιά μας, σε έναν σημειωτόν βηματισμό προόδου. Καθώς είμαστε γονατισμένοι και ηττημένοι, βολευόμαστε στο κουκούλι της δικής μας φιλάρεσκης θαλπωρής. Τα παιδιά, παρατημένα και βουτηγμένα στη βία των εικόνων, έχουν εξοικειωθεί με αυτήν, επιδιώκουν μια πρόοδο του μαζικού θεάματος και της άκοπης πρόσβασης στο χρήμα και στην πολυτέλεια, διαλυμένα βαθιά μέσα τους από την έλλειψη οράματος, επιδιώξεων, στόχων· βαπτισμένα σε αυτές τις ακατανόητες ευκολίες, απαιτούν το παράλογο και το απροσπέλαστο. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον, ναι, αλλά πώς; Πώς θα επικαλεστούμε τούτο τον σπουδαίο στόχο της καθημερινότητας ως μάθημα ζωής, όταν δεν τους έχουμε υποδείξει τρόπους ώστε να έχουν το βίωμα που απαιτείται και προϋποτίθεται για να κατανοήσουν αυτόν τον στόχο;

Ο Κώστας Θεολόγου είναι καθηγητής ΕΜΠ και διευθυντής του Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου στη Σχολή ΕΜΦΕ