Είναι η εποχή της Αθήνας. Μια πόλη φτιαγμένη, λες, από ανοιξιάτικα υλικά. Που όσο κι αν έχουμε προπονηθεί στο να «αγαπάμε να τη μισούμε», αυτή την περίοδο του χρόνου μοιάζει να κερδίζει το παιχνίδι της σαγήνης. Οχι που τη νοιάζει δηλαδή. Τόσα χρόνια έχει βαρεθεί την γκρίνια μας. Αλλά επιμένει, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, σαν ωραία αδιάφορη, να «ντύνεται τα αρχαία της τα λούσα». Τη μυρωδιά από τις νεραντζιές που μπορεί ακόμη να ανοίγει κάτι τρύπες να! στο καυσαέριο, το μοβ από τις κουτσουπιές και τις γιακαράντες να πασπαλίζει τη δυσθυμία μας, τα πράσινα παπαγαλάκια της που γίνονται ένα με τα δέντρα, σαν εκείνα τα παιδικά παιχνίδια με τις «χαμένες εικόνες», την ημέρα που σέρνεται – και επίσημα πια – μέχρι τις πρώτες βραδινές ώρες με το περίφημο αττικό φως να επιδρά ανακουφιστικά στη διάθεσή μας…

Μισό λεπτό. Σε ποια ακριβώς Αθήνα αναφέρομαι; Σε αυτήν που ζω, σε αυτήν που θα ήθελα να ζω, σε αυτήν που θυμάμαι, σε αυτήν που νομίζω ότι θυμάμαι, στην πόλη που έχει κατασταλάξει εντός μου από αναφορές άλλων; Πόσες Αθήνες υπάρχουν τελικά; Και είναι όλες το ίδιο όμορφες; Το ίδιο άσχημες; Πού τελειώνει η δική μου πόλη και πού αρχίζει η πόλη του άλλου; Συμπίπτουν πουθενά όλες αυτές οι διαφορετικές πόλεις ή στριμώχνονται στον αστικό ιστό διεκδικώντας η κάθε μία έναν δικό της χώρο;

Αυτό που διαπιστώνω εγώ είναι ότι η πόλη ζει μία ακόμη στροφή του χρόνου. Η πιο πρόσφατη «αναγέννηση» της Αθήνας έχει ήδη παλιώσει. Ο χρόνος τρέχει πιο γρήγορα στην εποχή μας. Αυτό που το πρωί ήταν μοντέρνο ή «η τάση» όπως λέμε τώρα, μέχρι αργά το μεσημέρι είναι ήδη ξεπερασμένο και «μπανάλ» όπως λέγαμε κάποτε. Και η ιστορία επαναλαμβάνεται για άλλη μια φορά ως νομοτέλεια. Οι γενιές που, είτε λόγω αναγκών είτε από επιλογή, συνέβαλαν σε μια νέα εικόνα της πόλης, είναι αυτές που πρώτες αρχίζουν να δυσφορούν με το δημιούργημά τους.

Ετσι γινόταν πάντα. Αυτοί που έδωσαν τα διώροφά τους για να γίνουν πολυκατοικίες, μετά από κάποια χρόνια διαμαρτύρονταν διότι το σινεμά στην παραπάνω γωνία θα γινόταν σουπερμάρκετ. Αυτοί πουν προσπάθησαν να κάνουν με το στανιό την Αθήνα προάστιο της Νέας Υόρκης (άντε του Λονδίνου), που τη γέμισαν με «πολυχώρους από μέταλλο και πέτρα», αλλόκοτα εστιατόρια και vip κλαμπ, άρχισαν να αναζητούν την αυθεντικότητα σε κουτούκια και «σπιτίσιες ατμόσφαιρες», οι «νέες» γειτονιές που ανέδειξαν, μαράζωσαν πριν προλάβουν να κατοχυρώσουν την αντικειμενική τους αξία.

Και τώρα, όσοι συνέβαλαν στο να μοιάζει η πόλη με ένα απέραντο «τραπεζάκια έξω» (δεν είναι τυχαίος ο σαββοπουλικός τίτλος), όσοι διαμόρφωσαν με την αισθητική τους τη νέα εικόνα της Αθήνας, κουράστηκαν λένε. Τους ενοχλούν τα μπραντσάδικα, τα μετασουβλατζίδικα, τα Airbnb, οι τροχήλατες βαλίτσες των τουριστών. Κυρίως όμως θεωρώ ότι τους ενοχλεί ο εαυτός τους.

Κι έτσι κι αλλιώς

Προσωπικά, πρόλαβα πολλές Αθήνες. Και άλλες τόσες έζησα στη φαντασία μου. Μια Αθήνα που ενώ, σε σχέση με το σήμερα, ήταν ασπρόμαυρη, τη θυμάμαι τεχνικολόρ, επηρεασμένη από τις ταινίες του Δαλιανίδη. Την Αθήνα αισθητικής μπουζουκλερί της δεκαετίας του 1980, τη new age επέλαση των επόμενων δεκαετιών, το μαράζωμα της κρίσης, τη νέα προσπάθεια για αναβάθμιση.

Η ίδια πόλη είναι. Μια πόλη που, έτσι κι αλλιώς, αφήνει μεγάλα περιθώρια στην άνοιξη. Προχθές διέσχιζα την οδό Καψάλη στο Κολωνάκι που τη θυμάμαι από τότε που βρισκόταν εκεί το δισκάδικο της Τόνιας Καράλη και, σε ένα αδιέξοδο, η ταβέρνα «Ρούγα». Σήμερα τα πεζοδρόμι της έχουν καταληφθεί εξ ολοκλήρου από τραπεζοκαθίσματα, μια μυρωδιά τσίκνας πλανάται παντού. Κι όμως, η αθηναϊκή άνοιξη είναι εκεί. Στα πρώτα ξεκάλτσωτα, στις διαφημίσεις για αντηλιακά στα φαρμακεία. Νομίζω ότι εκείνο το «…την άνοιξη αν δεν την βρεις τη φτιάχνεις» ο Ελύτης για την Αθήνα το έγραψε.