Πριν από μερικά χρόνια με σταμάτησε στον δρόμο ένας αλαφιασμένος περαστικός.
– Να κάνεις σωστά τη δουλειά σου, με διέταξε.
– Και ποια είναι η δουλειά μου; Ρώτησα για να ενημερωθώ ως προς την υποχρέωση.
– Να ελέγχεις την εξουσία! Ξεκαθάρισε απερίφραστα.
– Ολες τις εξουσίες ή μπορώ να αφήσω και καμία ανέλεγκτη; Ζήτησα περαιτέρω διευκρινίσεις.
– Ολες! Με διάταξε κατηγορηματικά με μια υποψία στα μάτια ότι μπορεί να του κάνω πλάκα.
– Και τα τανκς θα τα βάλεις εσύ ή να τα φέρω από το σπίτι μου; Διατύπωσα μια ύστατη απορία ώστε να διευκρινίσουμε σαφέστερα τις διαδικασίες του ελέγχου που μόλις είχα αναλάβει.
Με στραβοκοίταξε κι έφυγε, σίγουρος ότι αρνιόμουν να καταλάβω τη δουλειά μου.
Μη στενοχωριέστε, όμως. Ηταν ένας απλός, αρπαγμένος περαστικός.
Εδώ κοτζάμ Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ θεωρεί ότι δουλειά της συναδέλφου Σοφίας Γιαννακά είναι να εκφράζει «τη γενική κοινωνική απαίτηση για δικαιοσύνη, καθώς και τον αγώνα μιας μάνας για δικαίωση και τιμωρία των ενόχων» (iefimerida, 1 Απριλίου).
Τα ελληνικά του κατηγορητηρίου είναι ελαφρώς περίεργα, κανένα πρόβλημα. Η λογική όμως λίγο πάσχει.
Πού ξέρει το Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ τι αποτελεί «γενική κοινωνική απαίτηση»; Πότε έμαθε τους «ενόχους», ποιου πράγματος και για ποιο αδίκημα;
Η μάνα θέλει τη δικαίωση ή την τιμωρία τους; Η διατύπωση δεν φωτίζει το ζητούμενο. Και τελικά ένας δημοσιογράφος τι δουλειά έχει με όλα αυτά;
Σίγουρα πάντως η έγκληση δεν ήταν πρωταπριλιάτικο αστείο. Το Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ μάλλον έχει αναθέσει στην εγκαλούμενη (υποθέτω και σε όλους εμάς…) τη γενική απαίτηση για δικαιοσύνη και τον αγώνα μιας μάνας.
Παρατύπως. Ούτε η δικαιοσύνη, ούτε η μάνα, αναφέρονται μεταξύ των σκοπών της Ενωσης (άρθρο 2 του Καταστατικού ΕΣΗΕΑ) και συνεπώς το Πειθαρχικό δεν έχει καμία δουλειά να ζαλίζει τη συνάδελφο.
Αντιθέτως, η δουλειά ενός κανονικού δημοσιογράφου όπως την αντιλαμβάνονται οι κανονικοί δημοσιογράφοι σε όλο τον ελεύθερο κόσμο είναι να ενημερώνει απερίσπαστος από «γενικές κοινωνικές απαιτήσεις» και από «αγώνες».
Ξέρετε γιατί; Επειδή με την πάροδο των χρόνων έχουμε διδαχτεί πως το χειρότερο είδος δημοσιογραφίας είναι η «ιδεολογική» και η «στρατευμένη».
Για την ακρίβεια, δεν είναι καν δημοσιογραφία.
Οποιος λοιπόν θέλει να αλλάξει, να διορθώσει ή να ελέγξει τον κόσμο δεν χρειάζεται κανένα Πειθαρχικό και καμία ΕΣΗΕΑ.
Μπορεί να φτιάξει κόμμα και να κατέβει στις εκλογές. Μπορεί να οργανώσει πραξικόπημα. Ή, ακόμη καλύτερα, μπορεί να δρομολογήσει μια επανάσταση.
Δεν χρειάζεται να ξέρει ούτε ελληνικά.