«Ηρθε η σειρά της αλήθειας να αντεπιτεθεί»: με αυτή την ατάκα κορύφωσε την ομιλία του στην ΚΟ της ΝΔ ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο τέλος της περασμένης εβδομάδας, προκαλώντας ποικίλα συναισθήματα και σκέψεις, το σοβαρότερο εκ των οποίων μάλλον είναι ότι η… ελληνική κωμωδία στερείται σήμερα ενός μεγάλου συγγραφικού ταλέντου, που παραμένει ανώνυμο στους υπόγειους διαδρόμους του Μεγάρου Μαξίμου, υπηρετώντας, αρκετά αυτοσαρκαστικά, το ακριβώς αντίθετο από αυτό το οποίο έβαλε στο στόμα του Πρωθυπουργού.

Οποιος ή όποια από τους πρωθυπουργικούς λογογράφους σκέφτηκε αυτή την ατάκα αδικείται κατάφωρα, όσα κι αν του δίνουν εκεί που βρίσκεται, όσο κατάφωρα αδικείται και το μπουλβάρ που θα μπορούσε να γνωρίσει νέα περίοδο άνθησης με ένα τέτοιο ταλέντο αν έβγαινε στο φως.

Ομως, το να παίρνεις την πραγματικότητα και να τη γυρνάς αντίστροφα 180 μοίρες κάνοντάς τη σύνθημα στο στόμα ενός Πρωθυπουργού, όσο ευφάνταστο κι αν είναι ως λεκτικό πυροτέχνημα, εξίσου βέβαιο είναι ότι καλό τέλος δεν θα έχει: δεν θα περάσει πολύς καιρός μέχρι την ώρα που αυτή η φράση θα «εξοριστεί» επί ποινή… θανάτου από το ρεπερτόριο της κυβέρνησης, όπως έγινε και με την άλλη εξυπνάδα με την οποία είχε εξαρχής πορευτεί και που τώρα όποιος κυβερνητικός την πιάσει στο στόμα του τον… ρίχνουν στα λιοντάρια: το διαβόητο «επιτελικό κράτος».

Ο λόγος για αυτό είναι ακριβώς ότι εδώ ταιριάζει πλήρως η περίφημη φράση του Λίνκολν, που συχνά αλλά λανθασμένα αποδίδεται στον Τσόρτσιλ (καθώς ήταν ο άλλος μέγας του είδους), ότι «μπορείς να κοροϊδεύεις λίγους για πολύ καιρό, πολλούς για λίγο, αλλά όχι όλους για όλον τον καιρό». Γιατί το να μιλά ο Πρωθυπουργός, εν έτει 2025, για «αντεπίθεση της αλήθειας» είναι πραγματικά ακραίο όχι μόνο επί του πεδίου στο οποίο αναφέρθηκε, αλλά συνολικά στον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος έχει χειριστεί σε όλη τη διάρκεια της θητείας του την έννοια «αλήθεια».

Εκτός βέβαια και αν εννοεί κάτι διαφορετικό και πολύ πιο βαθύ από αυτό που μπορεί να αντιληφθεί κανείς καλόπιστα ακούγοντας μια τέτοια φράση: ότι δηλαδή ήρθε η στιγμή να «λάμψει» και να «επικρατήσει», όπως θα λέγαμε, η αλήθεια. Ισως λοιπόν να εννοεί ότι υπάρχουν «αλήθειες» που κάποιοι εκεί μέσα τις ξέρουν από πρώτο χέρι ενώ ουδείς άλλος τις γνωρίζει, καθώς με το κύκλωμα των υποκλοπών που είχε στηθεί μέσα στο ίδιο το πρωθυπουργικό γραφείο και κάποιοι άκουγαν ό,τι και όποιον ήθελαν ήταν σε θέση να γνωρίζουν ότι «αλήθειες» ήθελαν από… προνομιακή θέση – όπως κάνουν άλλωστε όλες οι ηγεσίες όλων των προηγμένων δυτικών δημοκρατιών στις οποίες υποτίθεται ότι η σημερινή Ελλάδα ανήκει. Αν εννοεί κάτι τέτοιο, τότε, ναι, ίσως η φράση του έχει παρεξηγηθεί και του οφείλεται εδώ μια συγγνώμη γιατί θα έχει δίκιο: ποιος άλλος να ξέρει τέτοιες «αλήθειες»;

Ενα ερώτημα όμως θα πρέπει να τεθεί σε αυτό το ενδεχόμενο: αν είναι έτσι, τι σημαίνει η «αντεπίθεση» της αλήθειας; Οχι τίποτε άλλο, αλλά ακούγεται κάπως αυτό… Επίσης θυμίζει κάπως και το σπουδαίο «Η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται» – μόνο που δεν πρέπει κανείς να λησμονεί ότι η εν λόγω αυτοκρατορία ήταν η ενσάρκωση του απόλυτου κακού, ε!.. Και, επιπλέον, επειδή η εν λόγω εδώ «αυτοκρατορία» είναι και ξεδοντιασμένη, δυστυχώς για τους εμπνευστές αυτής της εξυπνάδας.

Τελικά, όλο αυτό καταντάει να μοιάζει με φάρσα που πολύ περισσότερο της πηγαίνει κάτι σαν «Η ψευδοκρατορία αντεπιτίθεται». Γιατί, κακά τα ψέματα, ο Μητσοτάκης το είπε αυτό, όπως και άλλα αμίμητα, για το πόσο καλό είναι το κλίμα στο κυβερνών κόμμα ή διάφορα για την πολιτική και οικονομική πραγματικότητα, όπως και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις που πηγαίνουν, ας επιτραπεί η διατύπωση, δυστυχώς, κατά διαόλου, για να κάνει το άσπρο μαύρο. Ε, ας του πει κάποιος ότι αυτό δεν γίνεται πια. Οσο κράτησε κράτησε. Και το ξέρει. Το βλέπει. Γιατί είναι αποτυπωμένο. Και γι’ αυτό λέει και αυτά τα ολίγον παλαβά, αν και διασκεδαστικά…