Τα έχετε δει τα νερά στον Χαλικούνα της Κέρκυρας; Αν ναι, τότε καταλαβαίνετε γιατί η γαλάζια απεραντοσύνη της θάλασσας ήταν πάντα το βασίλειο του Σπύρου Γιαννιώτη. Ενα όνομα συνώνυμο με την αντοχή, τη στρατηγική και την ακλόνητη αποφασιστικότητα, ο Γιαννιώτης χάραξε χεριά με τη χεριά ένα ανεξίτηλο σημάδι στον κόσμο της κολύμβησης. Για πρώτη φορά βρέθηκε στην πισίνα του Δημοτικού Κολυμβητηρίου Κέρκυρας, αυτού που σήμερα φέρει το όνομά του, σε ηλικία 4 ετών και ολοκλήρωσε τη σταδιοδρομία του στα 36, με ένα αλησμόνητο αργυρό ολυμπιακό μετάλλιο.
Εξ απαλών ονύχων αγάπησε και τον Ολυμπιακό. Φόρεσε για πρώτη φορά το ερυθρόλευκο σκουφάκι το 1998 και παρέμεινε αθλητής των Πειραιωτών επί 18 συναπτά έτη, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διατήρηση της απόλυτης κυριαρχίας τους στα Πανελλήνια Πρωταθλήματα της ΚΟΕ. Οπως εξομολογήθηκε ο ίδιος με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από την ίδρυση του συλλόγου «περάσαμε δύσκολες και ένδοξες στιγμές, αλλά πάνω απ’ όλα γράψαμε ιστορία».
Αν και αγαπούσε το νερό και τις σχετικές με αυτό δραστηριότητες, καθοριστικό ρόλο για τη συστηματική ενασχόληση του Γιαννιώτη με την κολύμβηση έπαιξε η μητέρα του, η Βρετανή Μπρέντα Σουίνι, η οποία επίσης ήταν κολυμβήτρια και έκανε πρωταθλητισμό στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Δύο γενιές, μία διαδρομή. Από τις πρώτες χεριές στα νερά της πίστης, στα μετάλλια της αιωνιότητας
Αντοχή και πείσμα
Ξεκίνησε στις μικρές αποστάσεις, όμως ήδη από το προεφηβικά του χρόνια στράφηκε στις μεγάλες αποστάσεις, ακολουθώντας την παραίνεση των τότε προπονητών του, Κώστα Τόμπρου και Αντώνη Αλαμάνου. Στα 16 του, το ταλέντο του δεν χωρά στο νησί των Φαιάκων και, με την ολόψυχη υποστήριξη της οικογένειάς του, μετακομίζει μόνος του στη Θεσσαλονίκη για να συνεργαστεί με τον Βαγγέλη Βούλτσο, τον προπονητή που τον διαμόρφωσε αθλητικά και πνευματικά.
Λίγο αργότερα έρχεται η πρώτη συμμετοχή, από τις συνολικά πέντε, σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Τόσο το 2000 στο Σίδνεϊ όσο και το 2004 στην Αθήνα, ο Γιαννιώτης κατεβαίνει στις κούρσες της πισίνας. Στο κολυμβητήριο του ΟΑΚΑ καταχειροκροτείται καθώς έχει τις δύο από τις 4 πρώτες ελληνικές συμμετοχές σε τελικούς (400 μ. και 1.500 μ. ελεύθερο). Τερματίζει 7ος στα 400 και 5ος στα 1.500.
Από το 2007 φεύγει από το «προστατευμένο περιβάλλον» της πισίνας και δοκιμάζει τις διαδρομές στην ανοιχτή θάλασσα. Πρόκειται για πολύ απαιτητικά αγωνίσματα, καθώς οι συνθήκες κάθε αγώνα εξαρτώνται από το φυσικό περιβάλλον στο οποίο διεξάγονται, οι σωματικές επαφές είναι πολλές και σκληρές, ενώ η απόσταση που καλούνται να καλύψουν οι κολυμβητές καθιστά αναγκαία τη σωστή τακτική προετοιμασία κάθε κούρσας.
Η απογοήτευση του 2012
Οι πρώτες μεγάλες διακρίσεις έρχονται γρήγορα, ενώ παίρνει και το βάπτισμα του πυρός στο αγώνισμα στους Ολυμπιακούς του Πεκίνου (10ος). Την τριετία 2011-2013 είναι ο κορυφαίος στα 10 χλμ. Σε αυτό το διάστημα κατακτά 7 χρυσά και 4 αργυρά μετάλλια σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα και Παγκόσμια Κύπελλα. Παρ’ όλα αυτά, η απόλυτα οριακή στιγμή της καριέρας του έρχεται το 2012, στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου όταν μένει στην 4η θέση και εκτός βάθρου. Σκέφτεται πολύ σοβαρά να αποσυρθεί, καθώς στους επόμενους Ολυμπιακούς θα έχει κλείσει τα 36.
Ευτυχώς για όλη την Ελλάδα μα κυρίως για τον ίδιο ανακάλεσε και συμμετείχε στον σπουδαιότερο αγώνα ανοιχτής θαλάσσης στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων. Εκείνο το πρωινό της 16ης Αυγούστου μια ολόκληρη χώρα παρακολουθεί τον Γιαννιώτη να φτάνει χεριά με τη χεριά όλο και πιο κοντά στο μετάλλιο. Σε ένα συγκλονιστικό τερματισμό, έχει περάσει πρώτος τη νοητή γραμμή τερματισμού και ανακοινώνεται ως νικητής. Υστερα από 15λεπτη ενδελεχή εξέταση του photo finish, ωστόσο, αποδεικνύεται ότι ο Βεέρτμαν ναι μεν πέρασε δεύτερος τη γραμμή αλλά ακούμπησε πρώτος την οριζόντια επιφάνεια αφής. Το άγγιγμα αυτό πιστοποιεί ότι ένας αθλητής τερμάτισε.
Το ολυμπιακό μετάλλιο ήταν το πεπρωμένο του Γιαννιώτη από τότε που έκανε τις πρώτες βουτιές στο κολυμβητήριο της Κέρκυρας. Αν κάποιος έπρεπε να φέρει το πρώτο ολυμπιακό μετάλλιο στην ιστορία της ελληνικής κολύμβησης, ήταν αυτός. Παράλληλα, ο Γιαννιώτης παραμένει ο γηραιότερος κολυμβητής που έχει ανέβει σε ολυμπιακό βάθρο.
Με τα χρώματα της Ελλάδας κατέκτησε συνολικά 23 μετάλλια (7 χρυσά, 9 αργυρά, 7 χάλκινα) σε διεθνείς διοργανώσεις. Με τον Ολυμπιακό ήταν πρωταγωνιστής στα 18 Πανελλήνια Πρωταθλήματα που κατέκτησε η ομάδα στις ισάριθμές σεζόν του στον σύλλογο. Μέχρι πρόσφατα ήταν ο πολυνίκης της διοργάνωσης, μέχρι που τον ξεπέρασε ο έτερος ερυθρόλευκος, Απόστολος Χρήστου.
Βούτηξαν για λίγες σεζόν στις ίδιες πισίνες των Πανελληνίων Πρωταθλημάτων και πανηγύρισαν μαζί νίκες και τίτλους με τον Ολυμπιακό, ενώ βρέθηκαν μαζί στην ολυμπιακή αποστολή το 2016 στο Ρίο.
Αυτή η συνύπαρξη ήταν αρκετή για να κληροδοτήσει ο Γιαννιώτης στον Χρήστου, πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα του Νίκου Γέμελου, τη νοοτροπία ενός Ολυμπιονίκη που φορά το σκουφάκι του κορυφαίου πολυαθλητικού συλλόγου της Ευρώπης.
Ο Απόστολος Χρήστου είναι από τους αθλητές που αποτελούν την ενσάρκωση του «δαφνοστεφανωμένου». Αν χρειαζόταν το έμβλημα το Ολυμπιακού να αποκτήσει ανθρώπινη υπόσταση, πολλοί θα ήταν εκείνοι που θα έλεγαν ότι πρέπει να πάρει τη μορφή του Χρήστου.

Χαμόγελα και υπερηφάνεια: ο Απόστολος Χρήστου πανηγυρίζει το ασημένιο μετάλλιο στα 200 μ. ύπτιο στο Παρίσι. Μια ιστορική στιγμή αφιερωμένη στα 100 χρόνια του Ολυμπιακού
Από παιδί
Ολυμπιακός από τα γεννοφάσκια του, μεγαλωμένος στο Παπαστράτειο, αφοσιώθηκε στην κολύμβηση από νεαρή ηλικία. Η κλίση του ήταν οι μικρές αποστάσεις και το ύπτιο και το ταλέντο του ξεχώρισε αμέσως. Εγινε βασικό στέλεχος της κολυμβητικής ομάδας του Ολυμπιακού, προσφέροντας σταθερά εξαιρετικές επιδόσεις και παίζοντας καθοριστικό ρόλο στις πολυάριθμες νίκες του συλλόγου σε εθνικό επίπεδο. Η ατομική του κυριαρχία στα αγωνίσματα υπτίας στα εθνικά πρωταθλήματα μεταφράστηκε άμεσα σε πολύτιμους βαθμούς για τον Ολυμπιακό, εδραιώνοντας τη θέση του ως αδιαμφισβήτητου ηγέτη στην ελληνική κολύμβηση. Φόρεσε περήφανα το ερυθρόλευκο σκουφάκι, συμβάλλοντας στην κληρονομιά αριστείας του συλλόγου και εμπνέοντας από πολύ μικρή ηλικία αμέτρητους νέους κολυμβητές.
Η αδιαμφισβήτητη υποστήριξη που έλαβε στην εφηβική ηλικία από τον Ολυμπιακό, την περίοδο δηλαδή που το αθλητικό εκτόπισμα ανοιγόταν και πέρα από τα ελληνικά σύνορα, υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξή του. Το 2013 και το 2014 σαρώνει τα μετάλλια στις διεθνείς διοργανώσεις στο αγαπημένο του ύπτιο. Το 2016 έρχεται η πρώτη συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες, μα και η πρώτη προειδοποιητική βολή, το χάλκινο μετάλλιο στα 100 μ. ύπτιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του Λονδίνου.
Η επιτυχία επαναλαμβάνεται το 2018 στη Γλασκώβη. Χτίζει την αυτοπεποίθησή του βουτώντας σε πισίνες με άδειες ή μισοάδειες εξέδρες λόγων των υγειονομικών περιορισμών του Covid-19, αλλά δεν επηρεάζεται. Εχει εδραιωθεί ανάμεσα στους κορυφαίους στο ύπτιο: χρυσό στα 50 μ. ύπτιο και ασημένιο στα 100 μ. ύπτιο το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Ρώμης το 2022 και δύο χρόνια αργότερα στο Βελιγράδι κάνει το 2/2 στα χρυσά.
Στον Ολυμπιακό
Το 2024 έχει φανεί ότι θα είναι η χρονιά του. Στην Ντόχα κατακτά το πρώτο του μετάλλιο σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, το χάλκινο στα 100 μ. ύπτιο. Η κορύφωση όμως έρχεται μερικούς μήνες αργότερα επί ευρωπαϊκού εδάφους, στην Paris La Défense Arena. Την 1η Αυγούστου ο Χρήστου ανεβαίνει στον βατήρα της δεύτερης διαδρομής και, μετά την 4η θέση στα 100 μ. ύπτιο, ετοιμάζεται να βουτήξει ξανά για το πρώτο του Ολυμπιακό μετάλλιο, αυτή τη φορά στα 200 μ. ύπτιο. Οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος του, διότι οι χρόνοι που έχει κάνει μέχρι τον τελικό είναι μέτριοι. Κι όμως ο Χρήστου προπορεύεται στα 3/4 της κούρσας και θα χρειαστεί ένα γενναίο τελευταίο 50άρι από τον Ούγγρο Κος για να τον αφήσει στη δεύτερη θέση.
«Το μετάλλιο είναι δώρο για τα 100 χρόνια του Ολυμπιακού» θα δηλώσει αργότερα ο Χρήστου.
Ηταν το πρώτο του ολυμπιακό μετάλλιο, το πρώτο της Ελλάδας σε αγώνισμα πισίνας στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων και μόλις το δεύτερο, ύστερα από εκείνο του Γιαννιώτη το 2016. Κυρίως όμως ήταν απάντηση στο ερώτημα που «τρώει» τους όπου Γης Ολυμπιακούς 100 χρόνια τώρα: «Πόσο αγαπάς τον Ολυμπιακό;». Τόσο.