Εκτυλίσσεται μια συντονισμένη απόπειρα αποκαθήλωσης, από επίσημες και ανεπίσημες κυβερνητικές φωνές, της αξιοπιστίας του πορίσματος για τα Τέμπη του Εθνικού Οργανισμού Διερεύνησης Αεροπορικών και Σιδηροδρομικών Ατυχημάτων και Ασφάλειας Μεταφορών. Του επίσημου φορέα που υπάγεται στο υπουργείο Μεταφορών, διορισμένου από την κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη.

Στις 29 Ιανουαρίου, έναν μήνα πριν από τη δημοσιοποίηση του πορίσματος, ο Πρωθυπουργός, μιλώντας στον Αντώνη Σρόιτερ, απάντησε παραπάνω από μία φορά για το φορτίο του τρένου των Τεμπών: «Η απάντηση έναν χρόνο μετά στο ερώτημα αν υπάρχει το ενδεχόμενο να μετέφερε το τρένο κάτι ύποπτο: Υπάρχει αυτό το ενδεχόμενο και θα το βρει η Δικαιοσύνη. Οσο είχαμε παραπάνω στοιχεία, τόσο και εγώ προφανώς προσάρμοσα τις γνώσεις τις οποίες είχα για το συμβάν». Και στον θεσμικό λόγο, δυστυχώς, ισχύει ό,τι και για την απομάκρυνση από το ταμείο.

Ακολούθησε, λοιπόν, το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ, που άφησε το μυστήριο της πυρόσφαιρας, δυστυχώς για όλους, ανοιχτό. Στη σελίδα 108 επικαλείται τον καθηγητή Χημικής Μηχανικής του ΑΠΘ Κωσταντόπουλο, που έκρινε ότι «δεν μπορεί να αποδοθεί στο λάδι του μετασχηματιστή, το οποίο, αν και είναι εύφλεκτο σε αρκετά υψηλές θερμοκρασίες, δεν θα μπορούσε να αναφλεγεί στις επικρατούσες συνθήκες» και η προέλευσή της «που είναι συμβατή με μερικούς τόνους ασταθούς καυσίμου, θα πρέπει να αναζητηθεί αλλού». Υπάρχει συνεπώς «αβεβαιότητα για την προέλευση του φαινομένου», σημειώνει συνετά στον επίλογο ο ΕΟΔΑΣΑΑΜ, τονίζοντας ότι πρόκειται για συνέπεια και όχι αιτία του δυστυχήματος.

Το πόρισμα έγινε πλήρως αποδεκτό. Χαρακτηριστικά, στην προ ημερησίας συζήτηση στη Βουλή στις 5 Μαρτίου ο Πρωθυπουργός κάλεσε την αντιπολίτευση να το δεχθεί «στην ολότητά του». Τι ουσιαστικό άλλαξε στο μεταξύ κι έπρεπε να ζήσουμε το ξεδίπλωμα της τραγικωμικής οπερέτας που θυμήθηκε 40 ημέρες μετά να διασύρει τους επιστήμονες που εργάστηκαν γι’ αυτό και να βγάλει τη μισή χώρα τρελούς; Η απάντηση είναι πάρα πολύ απλή: Γίνεται επειδή μπορούν. Επειδή οι θεωρίες κρύβουν τη δεδομένη ευθύνη για τη μη ολοκλήρωση της τηλεδιοίκησης. Επειδή η μέθοδος αυτή δεν βρήκε σοβαρές αντιστάσεις σε άλλες υποθέσεις (π.χ. υποκλοπές). Κι επειδή έχουν υποβαθμίσει, δυστυχώς, τα ποιοτικά στοιχεία των μετρήσεων που μας δείχνουν να επιστρέφουμε σε συνθήκες απογοήτευσης κι αμφισβήτησης που δεν θέλαμε να ξαναζήσουμε. Ποιος δίνει σημασία όμως σε αυτά, ε; Κυριάκο θέλομεν κι ας πάμε όπου βγει.