Το καλοκαίρι του 1972 ο Παναγιώτης Κελεσίδης άφηνε τον Πανσερραϊκό για να κατεβεί στο λιμάνι του Πειραιά και να γίνει ένας από τους δημοφιλέστερους τερματοφύλακες των Ερυθρολεύκων όλων των εποχών. Ηταν αγροτόπαιδο κι όταν ήταν μικρός ο πατέρας του τού πετούσε καρπούζια που έπρεπε να τα πιάνει για να μην πέσουν και σπάσουν – η αποτυχία του ήταν απόλυτη! Εκείνο τον καιρό οι καλοί βορειοελλαδίτες παίκτες πήγαιναν στις ομάδες της Θεσσαλονίκης – ο Κελεσίδης είχε πρόταση από τον ΠΑΟΚ. Αλλά ο Ολυμπιακός ήταν τεράστιο κίνητρο. Ο προπονητής Λάκης Πετρόπουλος τον χρειαζόταν για να υπερασπιστεί την εστία του «Ολυμπιακού του Γουλανδρή», όπως ονομάστηκε και πέρασε στην ιστορία η ομάδα που την περίοδο 1972-1975 κέρδισε τρία πρωταθλήματα και δύο Κύπελλα Ελλάδος διαδεχόμενη στο πάνθεον της ιστορίας των μεγάλων ελληνικών ομάδων τον Παναθηναϊκό του Γουέμπλεϊ.
Ο Κελεσίδης που έκανε και μια εξαιρετική καριέρα ως προπονητής τερματοφυλάκων θυμάται πάντα εκείνη την ομάδα που τίμησε με την παρουσία του με πραγματικό δέος ακόμα και σήμερα. «Ο πρόεδρος ήταν το μυστικό της επιτυχίας μας. Ολοι παίζαμε για το χατίρι του, γιατί ήταν το άλφα και το ωμέγα της ομάδας. Δεν ασχολούνταν πολύ με τα διοικητικά, αλλά επειδή ήταν και πολύ πλούσιος άνθρωπος και οπαδός του Ολυμπιακού ξεχώριζε στα μάτια μας για την αληθινή αγάπη του στον σύλλογο και μας έκανε να παίζουμε για τη φανέλα και τον κόσμο» έλεγε σε μια συνέντευξη μερικά χρόνια πριν.
Και προσέθετε: «Κάποτε του ζήτησα 600 χιλιάδες για να αγοράσω ένα αυτοκίνητο, μου έκοψε μια επιταγή. Πήγα στην τράπεζα για να την εξαργυρώσω κι ανακάλυψα ότι μου είχε δώσει ένα εκατομμύριο. Πήρα τετρακόσια χιλιάρικα και του τα πήγα πίσω. Μου είπε να τα κρατήσω γιατί πιο ανόητο άνθρωπο από μένα δεν είχε συναντήσει. Ο Γουλανδρής σε σκλάβωνε».
Αντισυμβατικός, αληθινός Πόντιος αλλά σπουδαίος τερματοφύλακας και άνθρωπος έξω καρδιά αγαπήθηκε όσο λίγοι. Ο Γιάννης Διακογιάννης τον αποκαλούσε ο έλληνας Γκόρντον Μπανκς
Περήφανος Πόντιος
Ο Κελεσίδης ήταν Πόντιος κι όπως του αρέσει να λέει οι Πόντιοι είναι ράτσα σκληρή και δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Η γενναιοψυχία ήταν το χαρακτηριστικό του παιχνιδιού του. Οπως διηγείται στη βιογραφία του που έχει κυκλοφορήσει πριν από μερικά χρόνια με τίτλο «Τo λιοντάρι του Ολυμπιακού», ο έρωτας των οπαδών του Ολυμπιακού για αυτόν προέκυψε καθόλου τυχαία έπειτα από ένα ντέρμπι με τον ΠΑΟ στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας τον Δεκέμβριο του 1972.
Ηταν καθοριστικό στη μάχη του πρωταθλήματος καθώς ο Ολυμπιακός ήταν καινούργια ομάδα και ήθελε τη νίκη για να πιστέψει στις δυνατότητές της. Ηταν στον πρώτο χρόνο του στον Ολυμπιακό, τον φώναζαν «κεφάλα» κι έψαχνε ένα μεγάλο ματς για να δείξει τις δυνατότητές του: το έκανε τη στιγμή που έπρεπε. «Στα πρώτα λεπτά του αγώνα έκανα μια εντυπωσιακή επέμβαση που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ψυχολογία μου. Ο Ολυμπιακός ήταν εκπληκτικός σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού. Νωρίς στο πρώτο ημίχρονο, στο 17’, ο Ρομάν Αργυρούδης με πρωτόγνωρο στα ελληνικά γήπεδα τρόπο πέτυχε γκολ, με ασύλληπτο γυριστό σουτ, σουτάροντας με το πλαϊνό, δηλαδή με το «εξωτερικό» μέρος του παπουτσιού. Οι φίλαθλοί μας “τρελάθηκαν” και πανηγύρισαν έξαλλα μέσα στη Λεωφόρο.
Μετά το γκολ, ο Παναθηναϊκός άρχισε να πιέζει ασφυκτικά. Εμείς παίρναμε κουράγιο ο ένας από τον άλλον. Ο Γκλέζος με τον Σιώκο δεν σταμάτησαν να με ενθαρρύνουν, “μπράβο, κεφάλα” μού έλεγαν σε κάθε φάση. Στο ημίχρονο ο προπονητής Λάκης Πετρόπουλος μου είπε: «Κεφάλα, βασίζομαι σ’ εσένα, γιατί πήγες πολύ καλά έως τώρα». Μην ανησυχείς, κύριε Λάκη, σήμερα δεν “τρώω” γκολ» του απάντησα. Ηρθε η νίκη με 1-0 και πάνω σε αυτήν ο Ολυμπιακός έχτισε ένα απίστευτο σερί 58 παιχνιδιών χωρίς ήττα που του απέφεραν τρία συνεχόμενα πρωταθλήματα.

Ηρωας και στην πρόκριση επί του ΠΑΟΚ στα πέναλτι με 6-5 (2-2 στην κανονική διάρκεια) στα προημιτελικά του Κυπέλλου το 1979. Οι μεγάλες στιγμές του ήταν δεκάδες
Τρεις επιθετικοί
Ο Κελεσίδης είναι και με το δίκιο του πολύ υπερήφανος για την ομάδα που τίμησε με την παρουσία του. «Ηταν μια ομάδα που προηγήθηκε της εποχής της και που έπαιξε φουλ επιθετικά. Επαιζαν συχνά τρεις επιθετικοί και ο Δεληκάρης στην ίδια ενδεκάδα, ενώ οι πλάγιοι αμυντικοί γίνονταν χαφ και συμμετείχαν στην τελική προσπάθεια. Εμείς δείξαμε τότε στον αγωνιστικό χώρο πράγματα που προσπάθησαν να κάνουν άλλες ομάδες αργότερα. Για παράδειγμα, εκείνος ο Ολυμπιακός είχε πραγματικά δύο δυνατές ενδεκάδες και ο προπονητής του, ο Λάκης Πετρόπουλος, είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τους πιο φορμαρισμένους. Υπήρχαν ποδοσφαιριστές όπως ο Κώστας ο Αϊδινίου, ο οποίος ήταν τότε αναπληρωματικός και που θα αγωνιζόταν βασικός σε όλες τις ομάδες της Ελλάδας» θυμάται.
Η αγάπη του κόσμου που κέρδισε εκείνο το απόγευμα του Δεκέμβρη του 1972 στη γήπεδο της Λεωφόρου διατηρήθηκε όλα τα χρόνια που αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό. Το μυστικό εκείνης της ομάδας, αλλά και το δικό του, ήταν η ηρεμία. Οσο αυτή υπήρχε, οι σχέσεις των παικτών ήταν οι καλύτερες, αποτέλεσμα και της ικανότητας του Πετρόπουλου στη διαχείριση δύσκολων χαρακτήρων. «Ηταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, κυρίως γιατί ήταν τρομερός διπλωμάτης. Ας πούμε, όταν έβαζε τον Λευτέρη τον Πουπάκη στη θέση μου, εγώ ποτέ δεν σκέφτηκα να κάνω παράπονα. Του Πετρόπουλου νιώθω ότι του χρωστάω πολλά, γιατί με κάλεσε στην Εθνική ομάδα τον καιρό που ακόμη αγωνιζόμουν στις Σέρρες, ενώ με έφερε και στον Ολυμπιακό αργότερα» λέει.
Δημοφιλής
Η περίπτωση του Κελεσίδη έχει ενδιαφέρον διότι μολονότι αγωνίστηκε σε έναν από τους πιο επιθετικούς Ολυμπιακούς όλων των εποχών η δημοφιλία του υπήρξε τεράστια κι ας μην είχε συμμετοχή στην επιθετική παραγωγή. «“Το πρωτάθλημα των 102 γκολ” είναι ανεπανάληπτο. Αλλά σε πληροφορώ ότι ακόμη και τότε, στο ξεκίνημα των αγώνων, πάντοτε χρειαζόταν να κάνει ο Κελεσίδης μία-δύο σωτήριες επεμβάσεις» λέει εξηγώντας το γιατί ο κόσμος τον λάτρευε. Και προσθέτει: «Μην ξεχνάς ότι ο Ολυμπιακός εκείνος έχει και το ρεκόρ της καλύτερης άμυνας. Το 1972-73 δεχθήκαμε μόνο 13 γκολ και έναν χρόνο αργότερα μόνο 14!
Εκείνη η ομάδα ήταν πληρέστατη και ίσως μπροστά από την εποχή της». Tο μεγάλο του παράπονο είναι ότι ο κύκλος της έκλεισε γρήγορα. «Μετά τον αγώνα με την Αντερλεχτ στην Πάτρα για το Κύπελλο Πρωταθλητριών, όπου κερδίσαμε αλλά αποκλειστήκαμε, ο Γουλανδρής αποχώρησε πικραμένος επειδή ανακάλυψε ότι οι συνεργάτες του τον κορόιδευαν. Κάποια λαμόγια έκαναν περιουσίες με τα λεφτά του και, όταν εκείνος έφυγε, μας κορόιδευαν. Χάθηκε η πειθαρχία, χαλαρώσαμε, χάσαμε τον ηγέτη μας και ο Ολυμπιακός μπήκε σε περιπέτειες. Αν ο Γουλανδρής είχε μείνει και είχε καλύτερους συνεργάτες, εκείνη η ομάδα θα διακρινόταν και στην Ευρώπη» πιστεύει. Αυτή η έλλειψη επιτυχιών στην Ευρώπη είναι το μόνο του παράπονο.
Το ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό τον Δεκέμβρη του ’72 ήταν η αρχή: μια σπουδαία εμφάνιση, ένα γκολ του Αργυρούδη και η σπίθα έγινε φλόγα στον ερυθρόλευκο κόσμο
Ολα έμοιαζαν εύκολα
Εχει βέβαια κι ένα ακόμα, αλλά το έχει από τον εαυτό του. Ο ίδιος παραδέχεται ότι δεν υπήρξε ακριβώς υπόδειγμα επαγγελματία. Ηρθε μικρός στην Αθήνα, του άρεσε η βραδινή ζωή, νυχτοπερπατούσε περισσότερο από όσο επιτρεπόταν, γιατί όπως αναφέρει στη βιογραφία του όλα του έμοιαζαν εύκολα. Το 1979 έκανε το τελευταίο αληθινά μεγάλο ματς της καριέρας του με τα χρώματα της Εθνικής. Ηταν άψογος και πραγματικά απροσπέλαστος σε ένα ματς με την πολύ δυνατή τότε Ουγγαρία στο Νεπ Στάντιουμ: η Εθνική και χάρη στις επεμβάσεις του δραπέτευσε με μια λευκή ισοπαλία και απέκτησε αβαντάζ για να πάρει για πρώτη φορά εισιτήριο πρόκρισης για τα τελικά του Euro στο οποίο τότε συμμετείχαν μόνο οκτώ ομάδες. Ο προπονητής της Αλκέτας Παναγούλιας τού υποσχέθηκε πως αν η ομάδα προκριθεί θα τον συμπεριλάβει στην αποστολή αρκεί να αγωνίζεται σε ομάδα που κάνει πρωταθλητισμό. Ο Κελεσίδης άφησε τον Ολυμπιακό στον οποίο εξαιτίας ενός τραυματισμού είχε χάσει τη θέση του βασικού για να πάει στην Προοδευτική και να ολοκληρώσει την καριέρα του. Και κάπως έτσι είδε τα τελικά του Euro της Ιταλίας από την τηλεόραση του σπιτιού του ενώ είχε σημαντική συμβολή στην πρόκριση.
Αντισυμβατικός, αληθινός Πόντιος αλλά σπουδαίος τερματοφύλακας και άνθρωπος έξω καρδιά ο Κελεσίδης αγαπήθηκε όσο λίγοι. Στα εντυπωσιακά του κατορθώματα και ότι σε ένα ματς του Ολυμπιακού με την Τότεναμ τον Σεπτέμβριο του 1972 έπιασε δύο πέναλτι χτυπημένα από τον ίδιο παίκτη, τον Μάρτιν Πίτερς. Ο Γιάννης Διακογιάννης από τότε τον αποκαλούσε ο έλληνας Γκόρντον Μπανκς.