Ας πάρουμε ως παράδειγμα τη Γερμανία. Ο ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών, στις λίγες εβδομάδες που έχουν περάσει από τις εκλογές, φαίνεται να κάνει σωστά όσα οι προκάτοχοί του είχαν κάνει λάθος. Πέτυχε σχετικά γρήγορα, με μέτρο την πολιτική προϊστορία της χώρας, μια κυβερνητική συμφωνία με τους Σοσιαλδημοκράτες. Εσπασε την κατάρα του φρένου χρέους, που είχε καθηλώσει τη γερμανική οικονομία (και είχε παραλύσει και την Ευρώπη). Πέρασε ένα πελώριο πακέτο επενδύσεων για την άμυνα και τις υποδομές. Υποστηρίζει με ασυνήθιστο ζήλο μια κοινή (και σκληρή) ευρωπαϊκή απάντηση στην πρόκληση Τραμπ.
Κι όμως. Την ημέρα ακριβώς που θα έπρεπε να πανηγυρίζει τη συμφωνία για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, μια δημοσκόπηση δημιούργησε πένθιμο κλίμα. Η αποδοχή του ίδιου ως καγκελαρίου έπεσε από το 40% στο 30%. Το κόμμα του, το CDU, που τον Φεβρουάριο είχε πρωτεύσει στις εκλογές με 28,5%, βρίσκεται τώρα στο 24%. Και, το χειρότερο, η ακροδεξιά Εναλλακτική έχει περάσει πια στην πρώτη θέση, με άνοδο από το 21% στο 25%.
Κανείς, βέβαια, δεν εγγυήθηκε ποτέ και σε κανέναν ότι, στην πολιτική, αν κάνεις το σωστό (το κατά την κρατούσα άποψη, τουλάχιστον, σωστό) θα επιβραβευθείς στην κάλπη. Αλλά η γερμανική περίπτωση είναι ακραία. Ενα κόμμα που έχει μόλις κερδίσει εκλογές να βυθίζεται δημοσκοπικά πριν προλάβει καν να αναλάβει να κυβερνήσει – αυτό είναι μάλλον ασυνήθιστο.
Ενα δεύτερο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η Γαλλία. Η καταδίκη της Μαρίν Λεπέν από το δικαστήριο, για απάτη με πόρους του Ευρωκοινοβουλίου και με παρεπόμενη ποινή την απαγόρευση του εκλέγεσθαι, προκάλεσε σφοδρές πολιτικές αντιδράσεις. Ο πρόεδρος Τραμπ τάχθηκε στο πλευρό της. Οι οπαδοί της, επίσης. Αλλά στις δημοσκοπήσεις, μια καθαρή πλειοψηφία, βρίσκει την ετυμηγορία του δικαστηρίου απόλυτα (43%) ή αρκετά (18%) δικαιολογημένη (δημοσκόπηση Le Point), με ένα 34% να τη χαρακτηρίζει άδικη.
Παρά ταύτα, σε άλλη δημοσκόπηση (IFOP) το 61% δηλώνει ότι επιθυμεί να είναι υποψήφια στις προσεχείς εκλογές. Στην πρόθεση ψήφου για τις οποίες (για την ακρίβεια για τον πρώτο γύρο τους – ο δεύτερος είναι πάντοτε μια άλλη ιστορία) η Λεπέν εξακολουθεί να προηγείται καθαρά με 36%, έναντι 23% που είχε πάρει στον πρώτο γύρο το 2022. Η Λεπέν, δηλαδή, μοιάζει να πολώνει μια διχασμένη Γαλλία, περίπου με τον τρόπο που ο Τραμπ κόβει την Αμερική στα δύο. Και απέναντί της δεν φαίνεται προς το παρόν κάποιος άλλος, πιο πειστικός υποψήφιος για την προεδρία.
Ενα τρίτο παράδειγμα είναι, φυσικά, η Ελλάδα. Οταν το 2019 ο Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδιζε τις πρώτες του εκλογές, ήταν σαν η χώρα να βγαίνει από μακρόχρονη και βαριά κατάθλιψη. Για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια ένα 56% πίστευε ότι η χώρα βαδίζει «προς τη σωστή κατεύθυνση» (Metron forum). Το ποσοστό εκτινάχθηκε στο 76% τις ημέρες της πανδημίας. Πέρασε σε αρνητικό έδαφος ένα χρόνο αργότερα και μένει σταθερά αρνητικό από τις εκλογές του 2023 κι ύστερα. Πλειοψηφίες άνω του 70% από την αρχή του χρόνου πιστεύουν ότι πάμε λάθος. Σε αντίστοιχα επίπεδα κινείται και η εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση και η αξιολόγηση του έργου της. Ενα 81% έχει αρνητική άποψη για τις κυβερνητικές επιδόσεις στην οικονομία, 75% για θέματα δημοκρατίας, θεσμών και διαφάνειας, 73% για θέματα καθημερινότητας.
Πώς μεταφράζεται αυτό το κλίμα στο πολιτικό χρηματιστήριο; Υστερα από ένα σκληρό τρίμηνο, όπου το μέγα δράμα των Τεμπών λειτούργησε ως καταλύτης και έφερε τις δημοσκοπικές επιδόσεις της ΝΔ στα επίπεδα του 25%, η τελευταία σοδειά δημοσκοπήσεων βρίσκει ότι η πτώση ανακόπτεται. Αλλά η κυβερνητική παράταξη εξακολουθεί να βρίσκεται μακριά από ποσοστά που θα της επέτρεπαν αυτοδυναμία, εταίρος για κυβέρνηση συνεργασίας δεν φαίνεται στον ορίζοντα και η πολυσυζητημένη «πολιτική ηγεμονία» προφανώς έχει λήξει. Μόνο που τα άλλα δύο «συστημικά» κόμματα, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, συνεχίζουν να κινούνται πτωτικά, το κέντρο του πολιτικού συστήματος υποχωρεί και η διάχυτη δυσπιστία, η υπό διαμόρφωση νέα «αγανάκτηση» φαίνεται να βρίσκουν, προσώρας, εκφραστή στο πρόσωπο της Ζωής Κωνσταντοπούλου.
Από τον καιρό της Αννας Καρένινα ξέρουμε, βέβαια, πως ενώ οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους, οι δυστυχισμένες διαφέρουν στη δυστυχία τους. Σε κάθε χώρα οι αιτίες της πολιτικής κρίσης είναι διαφορετικές. Αλλά είναι φανερό ότι κάτι σαν «εξέγερση των ψηφοφόρων» διατρέχει ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη. Κι έχει κάποιες κοινές αιτίες. Η αύξηση των ανισοτήτων και η όλο και πιο δραματική πρόσληψη αυτών των ανισοτήτων στην καθημερινή ζωή είναι προφανώς μια αιτία. Η αδυναμία των ως πρόσφατα κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων να κυβερνήσουν και να δώσουν απάντηση στην υπαρξιακή ανασφάλεια, στον φόβο της πτώσης που συνέχει μεγάλο μέρος των μεσοστρωμάτων είναι μια άλλη αιτία. Το αποτέλεσμα πάντως είναι το ίδιο. Αναδύεται μια «νοσταλγία της ισχύος». Μεγάλες κοινωνικές ομάδες γοητεύονται από «ισχυρούς ηγέτες», οι οποίοι με σιδερένια πυγμή και χωρίς μεγάλη έγνοια για διαδικασίες, διαφάνεια και λογοδοσία θα υπόσχονται τη μεγάλη αυταπάτη της αποτελεσματικής, τάχα, διακυβέρνησης. Ή, τουλάχιστον, «θα τρίζουν τα δόντια» στους ισχυρούς, «θα τους τα λένε», θα τους τρομάζουν και θα εκφράζουν έτσι τη δυσαρέσκεια που βράζει.
Με όλες τις μεγάλες διαφορές ανάμεσά τους, η Αλις Βάιντελ στη Γερμανία, η Λεπέν στη Γαλλία και η Ζωή στην Ελλάδα, αυτή την τάση εκφράζουν. Δύναμή τους είναι η αδυναμία των άλλων. Το πρόβλημά τους, βέβαια, είναι ότι δεν δείχνουν ικανές να χτίσουν μια κοινωνική συμμαχία ανάμεσα στο «αντισυστημικό» κοινωνικό σώμα της αγανάκτησης και τα πιο mainstream ακροατήρια που αναζητούν πειστική, εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Η τελευταία φορά που μια τέτοια συμμαχία σχηματίστηκε ήταν στα χρόνια 2012-15, από τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα και διαλύθηκε γρήγορα. Τίποτε ανάλογο δεν φαίνεται σήμερα στον ελληνικό ή τον ευρωπαϊκό ορίζοντα. Μα από την άλλη πλευρά και τα λεγόμενα «συστημικά» κόμματα δεν δείχνουν ικανά να αναστήσουν τις μεγάλες κοινωνικές συμμαχίες που προσέφεραν τις πλειοψηφίες του παρελθόντος. Αδιέξοδο;