Πολύ ωραία περνάνε οι αυτοαποκαλούμενοι αναρχικοί που ακόμα παρεπιδημούν στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων, παρασιτώντας σε μια παρηκμασμένη γειτονιά, θύμα μιας παλιάς αίγλης λόγω του μποέμικου στυλ των κατοίκων της που την έκανε στέκι της διανόησης τα μεταπολιτευτικά χρόνια και, κατόπιν, στέκι της «ψαγμένης» νεολαίας.

Σαν να είναι θεματικό πάρκο ρεμπελιού και μπάχαλων. Επειδή μάλιστα περιορίστηκε η δυνατότητα των μπάχαλων στην πλατεία, καθόσον το κράτος όφειλε να σοβαρευτεί και να υπερασπίσει τα ζωτικά για την πόλη έργα της επέκτασης του μετρό, θεματικό πάρκο απέμεινε ο Λόφος του Στρέφη. Χάρη στον σοσιαλιστή και φίλο του αριστερισμού και του αριστερού άκρου δημάρχου Χάρη Δούκα, ο Στρέφης προστατεύτηκε από τον εξευγενισμό που του ετοίμαζε ο ανάλγητος νεοφιλελευθερισμός μέσω του πρώην δημάρχου Κώστα Μπακογιάννη, ο οποίος εργαζόταν για την επιδοτηθείσα από δωρεά ιδιώτη ανάπλαση. Ως γνωστόν, ο Χάρης Δούκας σταμάτησε το έργο, επέστρεψε το ένα εκατομμύριο ευρώ στη χορηγό εταιρεία και άφησε τον Στρέφη όπως ήταν. Τόπο όπου γίνεται εμπορία ναρκωτικών κι από τον οποίο φοβάσαι να περάσεις. Μεγάλη επιτυχία.

Κάπως έτσι ο Λόφος του Στρέφη παραμένει κρανίου τόπος, ιδανικός για το αυτοαποκαλούμενο αναρχικό πλαίσιο ζωής και δράσης, οι χρήστες του οποίου απολαμβάνουν ασυλία ανάλογη εκείνης που απολαμβάνουν οι μπάχαλοι στα πανεπιστήμια – γεγονός που έχει εξοργίσει τους κατοίκους της περιοχής. Αλλά ποιος υπολογίζει τους κατοίκους, όταν πρέπει να φροντίσει την ιδεολογική δεξαμενή διά της οποίας βρέθηκε στο δημαρχιακό πόστο;

Το περασμένο Σάββατο, ο Στρέφης μετατράπηκε σε τόπο αναρχικού πάρτι. Αφού για ώρες όσοι γλεντούσαν υπέβαλλαν τους κατοίκους της γύρω περιοχής σε ηχορρύπανση, στη συνέχεια κάποιοι μερακλωμένοι φόρεσαν τις κουκούλες τους, βγήκαν στη δημοσιά και άρχισαν να πετάνε μολότοφ προσπαθώντας να μεταφέρουν τη γιορτούλα τους σε όλα τα Εξάρχεια. Πυρπολούσαν αυτοκίνητα, παραλίγο να κάψουν ένα σπίτι που εκκενώθηκε από τους κατοίκους μαύρα μεσάνυχτα, ώσπου να φτάσουν στο αστυνομικό τμήμα της οδού Καλλιδρομίου για να συγκρουστούν παραδοσιακά με την Αστυνομία. Οι αψιμαχίες σταμάτησαν μετά τα μεσάνυχτα, αφού κάηκαν περισσότερα από 15 παρκαρισμένα αυτοκίνητα κι αφού δεν συνελήφθη κανένας – όσοι προσήχθησαν κατόπιν αφέθηκαν ελεύθεροι.

Ηταν ένα πολύ ωραίο γλέντι, όπως παλιά. Που κορύφωσε τη δυσαρέσκεια για την άνευ όρων παράδοση του Στρέφη στους μπαχαλάκηδες. Δυσαρέσκεια που οφείλεται στην εύλογη εξέλιξη της δημοτικής επιλογής να εγκαταλειφθεί ο «εξευγενισμός» του λόφου. Ο Χάρης Δούκας διάλεξε, στρατηγικά, να αφήσει τον χώρο ανοιχτό στην παραβατικότητα – ένα ορμητήριο των μπαχαλάκηδων, που ήταν θέμα χρόνου να το χρησιμοποιήσουν. Το κλίμα που δημιούργησε το κίνημα της Συγκίνησης για τα Τέμπη όπλισε ακόμα μία φορά με μολότοφ αυτούς που ονειρεύονται να κρατήσουν την ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων θεματικό πάρκο ρεμπελιού και μπάχαλων.

Είμαι βέβαιος ότι όσοι κάτοικοι της περιοχής ψηφίζουν, θα θυμηθούν τον δήμαρχό τους και τα καλά που τους έχει κάνει στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση.

ΥΓ: Οπου γάμος και χαρά… Η ένταση που κυριαρχεί, έπειτα από την ανάδυση του δυστυχήματος των Τεμπών ως αφορμή επανενεργοποίησης ενός κινήματος εναντίον της κανονικότητας, έδωσε το έναυσμα και στις ομάδες που γοητεύονται από την τρομοκρατία να επανέλθουν. Για να αποδειχτεί ότι ο χώρος της αυτοπροσδιοριζόμενης ως επαναστατικής βίας παραμένει απειλή για την καθημερινότητά μας. Η ατιμωρησία των δολοφόνων της Μαρφίν είναι ένα κίνητρο που εμπνέει διάφορα ψώνια της βίας – που δεν έχουν κηρύξει το τέλος του πολέμου τον οποίο διεξάγουν.

Ο Αλέξης Πολίτης (1945-2025) και η ποίηση

Γιατί ο Αλέξης Πολίτης, που πέθανε ξαφνικά, ήταν σπουδαίος φιλόλογος, όπως προς τιμήν του παρατήρησε και ο Πρωθυπουργός; Θα το καταλάβετε διαβάζοντας ένα μικρό απόσπασμα συνέντευξης που ο ίδιος είχε δώσει το 2018 στον γράφοντα:

Ο Αλέξης Πολίτης μιλάει για την «Ξανθούλα», το γνωστό μικρό ποίημα του Διονυσίου Σολωμού, που έλεγε «Την είδα την Ξανθούλα, / Την είδα ψες αργά, / Που εμπήκε στη βαρκούλα / Να πάη στην ξενιτιά»: «Η συγκίνηση», λέει, «δεν προκύπτει επειδή ο Σολωμός βλέπει μια φίλη του να φεύγει αλλά επειδή βλέπει τους δικούς της φίλους να κλαίνε. Συγκινείται με τη συγκίνηση των άλλων. Αυτή είναι η δουλειά της ποίησης. Να συγκινηθώ εγώ με τα προβλήματα που είχε ο Καρυωτάκης. Στα παλιά μου τα παπούτσια τι έκανε ο Καρυωτάκης με την Πολυδούρη, αλλά διαβάζω τη δική του συγκίνηση και, όπως όταν χτυπάς μία χορδή στην κιθάρα παίζει και η πλαϊνή της και κάνει συνήχηση, ξέρω ότι επιδιώκει να μεταδοθεί η ένταση που δημιουργείται στον αέρα, να φτάσει η ένταση αυτή να κινήσει και τις δικές μου χορδές. Ο Σολωμός αυτό το έπιασε και λέει: “Και αφού πανί, μαντίλι / Εχάθη στο νερό, / Εδάκρυσαν οι φίλοι, / Εδάκρυσα κι εγώ”. Συγκινείσαι παρατηρώντας τη συγκίνηση των άλλων. […] Καταλαβαίνετε τώρα γιατί ο Σολωμός είναι πολύ ψηλά;».