Για να χρησιμοποιήσω την τηλεοπτική ειδησεογραφική γλώσσα, είμαστε στην τελική ευθεία για το Πάσχα. Με ρεπορτάζ για τις τιμές των αβγών, των αρνιών και των συκωταριών, τόσο πήγε η σοκολάτα, άλλο τόσο το τσουρέκι, λαμπάδες με σούπερ ήρωες ή σε σχήμα πιτόγυρου, τόσοι θα φύγουν από τα λιμάνια, τόσοι πέρασαν από τα διόδια, «με αεροπλάνα και βαπόρια» οδεύουμε προς το «Πάσχα των Ελλήνων», την πιο «ελληνική» από τις θρησκευτικές γιορτές.

Γιατί όμως αυτή η θρησκευτική γιορτή ξεχειλίζει από ελληνικότητα; Γιατί, για παράδειγμα, δεν είναι τόσο «ελληνικά» τα Χριστούγεννα που, κάπου στη συνείδησή μας, έχουν καταχωρηθεί ως βορειοευρωπαϊκή γιορτή; Είναι άραγε μόνο η «συνομιλία» μεταξύ γαλοπούλας και οβελία όπου οι γευστικοί μας κάλυκες δίνουν σαφές προβάδισμα στον δεύτερο; Είναι η συμμετοχή της φύσης μου λένε κάποιοι. Ο χειμώνας δεν είναι συνδεδεμένος με το ελληνικό τοπίο ενώ η άνοιξη αναδεικνύει το μεγαλείο του. Και παραπέμπει στην αναγέννηση, την ανάσταση, την ελπίδα που ευδοκιμούν περισσότερο στην καρδιά του Ελληνα. Από πότε; Αν ήταν έτσι γιατί οι Σκανδιναβοί είναι πρώτοι στους δείκτες ευτυχίας;

Εχω διαφορετική γνώμη. Αυτό που μας γοητεύει τούτες τις μέρες, αυτό που μιλάει στην ψυχή μας, δεν είναι η αναμονή της Ανάστασης αλλά η εβδομάδα των Παθών. Με το που ακούγεται το «Χριστός Ανέστη» η συμβολικότητα του Πάσχα πάει κατευθείαν από την ψυχή στο στομάχι. Τέλος η όποια πνευματικότητα, η μέθεξη ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο. Τώρα σειρά έχουν οι μαγειρίτσες, τα κατσίκια και τα κοκορέτσια. Θεωρώ ότι, ως λαός, δεν μπορούμε – ή δεν θέλουμε – να διαχειριστούμε την ατόφια χαρά. Ενώ με τον πόνο, το πάθος, το πένθος, το ξόδι, τη λύπη, τη συγκίνηση, τη μελαγχολία όχι μόνο τα πάμε πολύ καλά αλλά ξέρουμε πώς να τα κάνουμε θέαμα και τελετουργία. Με πολύ καλά αποτελέσματα. Η κορυφαία στιγμή της Μεγάλης Εβδομάδας, η περιφορά του Επιταφίου, είναι ένα κορυφαίο τελετουργικό που σου προκαλεί την ανάγκη της συμμετοχής ακόμη κι αν είσαι άθρησκος.

Δεν ξέρω αν αυτό έχει καλλιεργηθεί από τη θρησκευτική μας παράδοση, το μεσογειακό μας ταμπεραμέντο που δεν είναι αλέγκρο, όπως μας αρέσει να πιστεύουμε, αλλά παθιάρικο ή, απλώς, φταίει η Τουρκοκρατία. Πάντως την ανάταση τη φτάνουμε μέσω της απελπισίας – τη δε ανάσταση, ασ’ την να περιμένει. Ο «ιερός» μας χορός είναι το ζεϊμπέκικο στο οποίο, λένε, ότι τα βήματα του χορευτή δεν πρέπει να ξεπερνούν τα ελάχιστα τετραγωνικά ενός τάφου – τα χασάπικα και τα χασαποσέρβικα μάς φαίνονται φλώρικα. «Παραπονεμένα λόγια έχουν τα τραγούδια μας γιατί τ’ άδικο το ζούμε μέσα από την κούνια μας». Η αγαπημένη μας Κυριακή είναι η συννεφιασμένη γιατί μοιάζει με την καρδιά μας που έχει πάντα συννεφιά Χριστέ και Παναγιά μας. Ακόμη και ως αετοί, είμαστε χωρίς φτερά, χωρίς αγάπη και χαρά.

Και όμως, μέσα σε όλη αυτήν την απαισιοδοξία, διακρίνω ένα είδος υπαρξιακού βολέματος. Ο κυνηγημένος και ο αδικημένος είναι, στη συλλογική μας συνείδηση, ταυτισμένος με τον έντιμο, με τον λεβέντη. Και αυτό, στην πολιτική όπου όλα «καθρεφτίζονται», δημιουργεί ιδεολογικές κυριαρχίες και καλλιεργεί ηθικά πλεονεκτήματα.

Αθήνα και πάλι Αθήνα

Ο δήμαρχος της Αθήνας Χάρης Δούκας είχε υποσχεθεί, κατά την προεκλογική του εκστρατεία, ότι θα κατεβάσει τη μέση θερμοκρασία της πρωτεύουσας κατά πέντε βαθμούς. Προς το παρόν δεν το έχει καταφέρει. Η υπόσχεση που τήρησε μέχρι τελείας ήταν να επιστρέψει τον λόφο του Στρέφη στις αναρχοσυλλογικότητες που ήταν αντίθετες στην αναμόρφωση της περιοχής (τουλάχιστον, δεν μπορώ να πω, ως προς τα χρέη του είναι κύριος). Και να δώσει άδεια για συναυλία υπέρ Παλαιστίνης (ενώ να θυμίσω ότι πέρσι είχε ακυρώσει κλεισμένη συναυλία στα «Ολύμπια» που θα γινόταν υπό την αιγίδα της πρεσβείας του Ισραήλ διότι δεν του… ταίριαζε). Το ότι, αμέσως, μετά τη συναυλία κάηκαν τα Εξάρχεια τυχαίο;