Για τον Δημήτρη Ραυτόπουλο είχα διαβάσει πολλά ως έφηβος στα λογοτεχνικά περιοδικά και στις καλλιτεχνικές σελίδες των εφημερίδων, κυρίως των «ΝΕΩΝ» και του «ΒΗΜΑΤΟΣ». Στο μυαλό μου ήταν ένας κομμουνιστής που ανένηψε. Ηταν τα χρόνια της νεανικής ριζοσπαστικοποίησης αλλά, παρ’ όλη την επαναστατική ορμή, ίσως και γιατί με είχε συγκλονίσει και προβληματίσει σοβαρά η ανάγνωση του σπουδαίου βιβλίου του Αλεξάντερ Σολζενίτσιν «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς», είχα τη λιγοστή κρίση να μην αφορίσω την επιλογή του Ραυτόπουλου αλλά να αναρωτιέμαι τι ήταν αυτό που τον έκανε να αλλάξει ιδεολογική σκοπιά στα πράγματα.

Το πρώτο κείμενό του που έπεσε στα χέρια μου το διάβασα στην «Αυγή», εφημερίδα του ΚΚΕ εσωτερικού. Πρέπει να ήταν 1979, η «Αυγή» δημοσίευε στην πρώτη σελίδα σημαντικές για την κομματική ελευθεριότητά τους επιφυλλίδες και ο Δημήτρης Ραυτόπουλος είχε γράψει ένα μεγάλο κείμενο με τίτλο «Νομενκλατούρα». Ηταν για μένα μια καινούργια λέξη – και όταν διάβασα το κείμενο ήταν ένα χαστούκι στην όποια κομμουνιστική συνείδηση μου είχε απομείνει. Περιέγραφε τη χρεοκοπία ενός συστήματος και μιας ιδεολογίας – τα σπαράγματα της οποίας, απλώς, επέτρεπαν σε προνομιούχους κρατικούς υπαλλήλους να ζουν καλά σε βάρος της κοινωνίας τους.

Το κείμενο εκείνο για μένα ήταν καθοριστικό. Δημοσιευμένο σε μια κομμουνιστική εφημερίδα (έστω, του δημοκρατικού σοσιαλισμού), με έφτιαξε αμφισβητία του κομμουνισμού. Και λάτρη των κειμένων του, ανήσυχων τεκμηρίων ενός καθαρού μυαλού της Αριστεράς που ήξερε να αναστατώνει.

Ο θάνατος του Δημήτρη Ραυτόπουλου, χθες, σε ηλικία 101 χρόνων, είναι το τέλος εποχής της αριστερής ματιάς στη λογοτεχνία – είτε ήταν πιστή στο τελεολογικό της όραμα στα θέματά της και στην αισθητική της, είτε αναθεωρητική. Μόνο που ο Ραυτόπουλος ήταν και τα δύο. Στα νιάτα του ήταν μια πρωτότυπη αριστερή φωνή της κριτικής, πολύ γρήγορα όμως άρχισε να αναθεωρεί, να βλέπει την επίσημη αισθητική του σοσιαλιστικού ρεαλισμού όχι ως λύση αλλά ως πρόβλημα και, μαζί με την αισθητική, να αμφισβητεί και τη μοναδική αλήθεια που οδηγούσε στον επί Γης παράδεισο της Αριστεράς, τα κομμουνιστικά καθεστώτα.

Η ιστορία του είναι η τυπική ιστορία ενός αριστερού. Ενθουσιώδης νέος, δημοσιογράφος τα χρόνια του εμφυλίου, εξόριστος στη συνέχεια, ξανά δημοσιογράφος όταν επέστρεψε από τις εξορίες και, επιπλέον, μέλος της συντακτικής επιτροπής της «Επιθεώρησης Τέχνης», ενός θρυλικού περιοδικού της Αριστεράς για τα γράμματα και τις τέχνες. Σύντομα διαφώνησε με τη γραμμή, άρχισε να ασφυκτιά στον στενό κορσέ του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, λάτρεψε τον Στρατή Τσίρκα που δεν χώνευε το ιερατείο, τον «δεξιό» Αλέξανδρο Κοτζιά και έγινε φίλος του Αρη Αλεξάνδρου, που πορευόταν σταθερά προς τη συγγραφή του βέβηλου «Κιβωτίου». Φυγάς στο Παρίσι, τα χρόνια της χούντας, δεν χώνεψε τον γαλλικό Μάη – και στη συνέχεια έπαψε να χωνεύει τους διάφορους δήθεν λαϊκούς μύθους. Επέστρεψε αναθεωρητής. Και πάντα το ίδιο παρεμβατικός.

Τον είχαμε συναντήσει το 2013 με τον συγγραφέα Μιχάλη Μοδινό για μια συνέντευξη, στο περιοδικό «Books’ Journal». Toν ρώτησα και για την αντιμνημονιακή Αριστερά, που ανέβαινε, ανεβάζοντας τους τόνους ενός οιονεί εμφυλίου. Το φοβόταν αυτό το εμφύλιο κλίμα: «η Αριστερά έχει βαριά συνευθύνη για τον Εμφύλιο και τη συνέχειά του, τη δικτατορία και το περιβόητο πολιτικό σύστημα που μας κληροδότησε», απάντησε. «Μια ευθύνη που δεν την έχει αυτοκριτικά αναλάβει. Πάντα και για όλα φταίνε οι άλλοι. Ξεχνάει ότι, καταστατικά, η κομμουνιστική Αριστερά, ως παράρτημα της Γ’ Διεθνούς, δεχόταν τη λενινιστική ντιρεκτίβα, τη μετατροπή της ταξικής πάλης σε διαρκή εμφύλιο».