Οι σχετικές με το Πάσχα αναμνήσεις μου, συγκριτικά με τις χριστουγεννιάτικες, έχουν γράψει περισσότερες σελίδες στο βιβλίο της προσωπικής μου μυθολογίας. Τα Χριστούγεννα είναι πιο αστική γιορτή, καλλιεργούν μια πιο συλλογική μνήμη με πολλά κοινά σημεία αναφοράς. Ενώ το Πάσχα, στην Ελλάδα, είναι πιο συνδεδεμένο με το «ιδωτικό μας χωριό». Ξεβάφουν περισσότερο πάνω του οι μικροκοινωνίες της ζωής μας στις οποίες μας αρέσει να επιστρέφουμε. Οι παραδόσεις του, τα ήθη και τα έθιμά του έχουν μια έντονη τοπικότητα που δημιουργεί πιο προσωπικές αναμνήσεις. Πώς να το πω; Αναμνήσεις με «μυρωδιά».

Για έναν ακατανόητο λόγο, οι πρώτες μου πασχαλινές αναμνήσεις είναι οι… γελοιογραφίες στα έντυπα της δεκαετίας του 1960. Με τα ίδια, επαναλαμβανόμενα αστεία που περιστρέφονταν γύρω από τις «κομμωτηριακές περικεφαλαίες» των κυριών στην Ανάσταση που άρπαζαν φωτιά από τις λαμπάδες και στην ευκαιρία που έβρισκαν ομορφονιοί της γειτονιάς για να ανταλλάξουν το φιλί της αγάπης με τα κορίτσια τους. Προτιμούσα σαφώς την κοσμική διάσταση του Πάσχα. Η θρησκευτική μου κάπως με στένευε. Οι λειτουργίες της Μεγάλης Εβδομάδας που με έσερνε η γιαγιά μου στο νησί, μού ήταν αφόρητες. Μέχρι που βρήκα το κόλπο της τάχα μου λιποθυμίας, το οικογενειακό συμβούλιο αποφάνθηκε ότι με ζάλιζε το λιβάνι και από ‘κει και πέρα με πηγαίναν στην εκκλησία μόνο τη Μεγάλη Παρασκευή για να περάσω κάτω από τον Επιτάφιο. Στην περιφορά που Επιταφίου ήμουν ήδη κουρέλι από την κούραση, ενώ πεινούσα τα φαγητά της νηστείας μου έφερναν αναγούλα μόνο και μόνο από αντίδραση (τον υπόλοιπο χρόνο τα έτρωγα μια χαρά) και μετρούσα ήδη ανάποδα για το πότε θα γεμίσει το κρεβάτι μου ψίχουλα από το τσουρέκι που έτρωγα στα κρυφά.

Μετά μεγάλωσα. Οι πασχαλιάτικες εκδρομές εκτός οικογενειακού περιβάλλοντος μου φαίνονταν σαν θείες λειτουργίες της πρώιμης νιότης μου. Τέρμα οι νηστείες, τέρμα οι εκκλησίες, η κατάνυξη είναι ψιλά γράμματα όταν είσαι είκοσι ετών. Τι να σου κάνει και η Λαμπρή μπροστά στην εκλαμπρότητα των νιάτων; Η παιδική μου αντίδραση στη νηστεία είχε πλέον αποκτήσει και καλά ιδεολογικό έρεισμα. Στην ηλικία που τα αμφισβητούσαμε όλα, επειδή νομίζαμε ότι ξέρουμε τα πάντα, διαμαρτυρόμασταν διότι, στο μπαρ που ήμασταν στη Μύκονο, χαμήλωναν τη μουσική την ώρα που περνούσε απέξω ο Επιτάφιος.

Μετά, μεγάλωσα κι άλλο και η σχέση μου με το Πάσχα πήρε τα χαρακτηριστικά της ωριμότητας. Και όταν μεγάλωσα τόσο ώστε να μην έχω πια ανάγκη να «πολεμήσω» μια αντίθετη κοσμοθεωρία για να υποστηρίξω τη δική μου, όταν μπορέσω να διαχωρίσω το τυπικό της θρησκείας από την ουσία της πίστης ανακάλυψα και την ποιητικότητα του Πάσχα. Σε φράσεις από τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας που, με λίγες λέξεις, περιγράφουν ένα έπος. Οπως το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας». Κι ας καταλαβαίνω ότι είναι Μεγάλη Πέμπτη μόνο από την ένδειξη στην οθόνη του κινητού.

Πάντα, όμως, από ‘κει που δεν το περιμένω, θα ξεπετάγεται τούτες τις μέρες μια μυρωδιά. Που άλλοτε μου θυμίζει το λιβάνι που υποκρινόμουν ότι με έκανε να λιποθυμάω και άλλοτε από τα τσουρέκια που έτρωγα κρυφά. Αντε, καλή μας Ανάσταση.