Λίγο μετά τις προχθεσινές ανακοινώσεις του Μητσοτάκη, πήρα τηλέφωνο έναν νεαρό μου φίλο. «Αντε πάλι τυχεράκια», του είπα. «Τον Νοέμβριο θα πάρεις πίσω ένα νοίκι». «Τα βαριέμαι πολύ αυτά, να ξέρεις», μου απάντησε. «Κι επίσης είμαι εναντίον των επιδομάτων».
Τεχνικά, ο φίλος μου δεν είχε δίκιο. Οπως έσπευσε να διευκρινίσει χθες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος στον ΣΚΑΪ, το ένα νοίκι δώρο τον χρόνο δεν είναι ακριβώς επίδομα, είναι «κάτι σταθερό και μόνιμο» που θα καταβάλλεται κάθε χρόνο, και μάλιστα «πριν απ’ τις γιορτές των Χριστουγέννων». Η διευκρίνιση αυτή αποσκοπεί στο να απαλλάξει τη σημερινή κυβέρνηση από την υποχρέωση να απολογηθεί επειδή κάνει σήμερα αυτό που ως αντιπολίτευση κατήγγελλε, μια πολιτική των επιδομάτων δηλαδή. Αλλά κι αυτό έχει όρια: ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να απαντήσει ότι και το δικό του επίδομα στις χαμηλές συντάξεις, που θεσπίστηκε το 2019 και καταργήθηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ, είχε μόνιμο χαρακτήρα.
Οπως και να το ονομάσουμε, επίδομα, επιδότηση ή παροχή, το ποσό αυτό είναι χωρίς αμφιβολία ευπρόσδεκτο. Η αντιπολίτευση εμφανώς αιφνιδιάστηκε και το επιχείρημά της ότι μοιράζεται μόνο 1,1 δισεκατομμύριο από τα 11,4 δισεκατομμύρια του πρωτογενούς πλεονάσματος δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Κανείς όμως, ούτε η ίδια η κυβέρνηση, δεν πιστεύει ότι η επιστροφή ενός ενοικίου λύνει το πρόβλημα της στεγαστικής κρίσης. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ το παρομοίασε με το παυσίπονο: περιορίζει τον πόνο, αλλά δεν θεραπεύει την ασθένεια. Οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν την τελευταία διετία κατά 24%: ο φίλος μου έφαγε τον κόσμο για να βρει ένα διαμέρισμα που να μπορεί να το πληρώνει, οι περισσότερες γειτονιές ήταν φυσικά απαγορευμένες και αυτό που βρήκε τελικά χαρακτηρίζεται από μια εξωφρενική αναλογία ευρώ προς κυβικά.
Δεν στέκει ούτε το επιχείρημα ότι, καθώς το μέσο νοίκι που δηλώνεται σήμερα είναι μόλις 255 ευρώ, με το μέτρο αυτό θα δοθεί κίνητρο να δηλώνονται τα πραγματικά νοίκια. Θεωρητικά, θα συνέφερε τον ενοικιαστή κάτι τέτοιο, πρακτικά όμως υπάρχουν δύο προβλήματα. Η αναφορά ενός υψηλότερου ενοικίου στο συμβόλαιο μπορεί, πρώτον, να συγκρούεται με τα εισοδήματα που δηλώνει αυτός που το πληρώνει. Και μπορεί, δεύτερον, να προκαλέσει αύξηση του ενοικίου, μετά τη λήξη του συμβολαίου φυσικά, αφού ο ιδιοκτήτης μπορεί να διεκδικήσει μερίδιο στην κυβερνητική παροχή.
Η ισχυρότερη αντίρρηση όμως στην κυβερνητική επιχειρηματολογία είναι άλλη. Ενα από τα χαρακτηριστικά των μέτρων που ανακοινώθηκαν, τόνισε ο Παύλος Μαρινάκης στη χθεσινή χειμαρρώδη του συνέντευξη, είναι πως «αρχίζει πλέον η λέξη αξιοπρέπεια και επανέρχεται σε αυτή τη χώρα». Για τη λέξη δεν ξέρω, η ίδια η αξιοπρέπεια όμως δεν συνδέεται με μια επιστροφή ενοικίου ή ένα επίδομα χαμηλοσυνταξιούχων. Είναι κάτι πολύ βαθύτερο, που προϋποθέτει σεβασμό, εντιμότητα και διαφάνεια. Σε όλα αυτά, η κυβέρνηση είναι ακόμη πολύ πίσω.