«Η ανακοίνωση   κάθε νέας συναυλίας του Θεόδωρου Κουρεντζή δημιουργεί υψηλές προσδοκίες και αδημονία: για το παγκόσμιο μουσικόφιλο κοινό οι ερμηνείες του χαρισματικού αρχιμουσικού εγγυώνται μεγάλες συγκινήσεις. Πόσω μάλλον όταν η πληθωρική μουσική προσωπικότητα του Κουρεντζή αναμετριέται με το μεγαλείο του Μάλερ, που προκαλεί τον διανοητικό και συναισθηματικό κόσμο του ακροατή με τις υπαρξιακές αναζητήσεις και τις μεταφυσικές αγωνίες του» διαβάζουμε στην ιστοσελίδα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου για τη συναυλία του σημαντικού αρχιμουσικού φέτος τον Ιούλιο στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Οσοι φίλοι έχουν παρακολουθήσει παράστασή του μιλούν όντως για μια υπερβατική εμπειρία.

Την ανακοίνωση όμως του φετινού προγράμματος του Φεστιβάλ με τη συμμετοχή Κουρεντζή ακολούθησε μια έντονη διαδικτυακή συζήτηση περί σκοπιμότητας ή όχι της πρόσκλησης στον σπουδαίο μαέστρο. Ο λόγος είναι ότι ο πολιτογραφημένος Ρώσος από το 2014 Τεό Κουρεντζής έχει αρνηθεί πεισματικά να πάρει θέση για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Ο Κουρεντζής δεν δέχθηκε τις κυρώσεις που δέχθηκαν οι κρατικοί πολιτιστικοί θεσμοί της Ρωσίας μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, γιατί η ορχήστρα που δημιούργησε το 2004 στη Σιβηρία («MusicAeterna») και εδράζεται πια στην Αγία Πετρούπολη δεν συνδέεται με το Κρεμλίνο. Δέχθηκε όμως κριτική για τη χρηματοδότηση της ορχήστρας του από τη δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ρωσίας, μια κρατική τράπεζα, που έχει υποστεί κυρώσεις από τη Δύση. Η κριτική επίσης αφορούσε την άρνησή του να πάρει θέση. Δικαίωμά του, θα έλεγε κανείς. Και κάπως έτσι επανερχόμαστε στο κλασικό απόφθεγμα περί καλλιτέχνη και καλλιτεχνικού έργου που απαιτεί διαχωρισμό. «Πάντα να ξεχωρίζεις το έργο από τον καλλιτέχνη», υπονοώντας ότι δεν γίνεται να μας αφορά η προσωπική ζωή και στάση των καλλιτεχνών και ότι πρέπει να καταναλώνουμε την τέχνη τους ανεξάρτητα.

Μπροστά σε αυτό το διαρκές δίλημμα, θυμήθηκα κάτι που είχε πει η επιδραστική μουσικοκριτικός του περιοδικού «New Yorker» Αμάντα Πετρούσιτς για την ηθική με βάση την οποία καταναλώνουμε την τέχνη – σε κάποιο πόντκαστ, αν δεν με απατά η μνήμη μου. Η Πετρούσιτς με διαφορετική αφορμή έλεγε ότι δεν γίνεται να αποκόπτουμε ένα έργο από τη συνείδηση που το έπλασε αποκλειστικά και μόνο επειδή μας αρέσει πολύ, έλεγε ότι μια τέτοια οπτική είναι αναχρονιστική και οριακά επικίνδυνη. Πως είναι στο χέρι της – στο χέρι μας να αξιολογήσουμε την τέχνη και τον καλλιτέχνη που θέλουμε να καταναλώσουμε. Πως πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αποκηρύξουμε τους καλλιτέχνες που έχουν διαπράξει – για παράδειγμα – σοβαρά εγκλήματα ή που η στάση τους ανά τα χρόνια υποδηλώνει μια κάποια ηθική ρωγμή. Οχι ακυρώνοντας την καλλιτεχνική αξία αυτού που έπλασαν – αυτό δεν ακυρώνεται. Αλλά επαναξιολογώντας το ποιους καλλιτέχνες θέλουμε να υποστηρίξουμε οικονομικά καταναλώνοντας την τέχνη τους. Κάτι τέτοιο δεν συνιστά ούτε ηθικό πανικό, ούτε υστερική πολιτική ορθότητα: αντικατοπτρίζει περισσότερο τον δικό μας ηθικό κώδικα. Δεν είναι λογοκρισία. Είναι αξιολόγηση. Είναι συνείδηση. Είναι ηθική πράξη. Νιώθουμε καλά με το να τους υποστηρίζουμε οικονομικά; Η σιωπή απέναντι σε έναν επιθετικό πόλεμο και απέναντι στα εγκλήματά του δεν είναι ουδετερότητα, είναι επιλογή. Την ίδια στιγμή μάλιστα που άλλοι καλλιτέχνες πλήρωσαν βαρύ τίμημα για την υποστήριξή τους (με κυρώσεις) και κάποιοι άλλοι ακόμα πιο βαρύ εντός της χώρας τους (με φυλακίσεις) για τη γενναία αντίστασή τους. Οταν ένας θεσμός όπως το Φεστιβάλ Αθηνών φιλοξενεί στην Επίδαυρο κάποιον που σιωπά, εμείς τι κάνουμε; Πώς μπορούμε κι εμείς να δείξουμε ότι αντιστεκόμαστε στη σιωπή;