Δεν θέλω να υποτιμήσω ή να αμφισβητήσω την ανακούφιση που μπορεί να αισθάνθηκαν πολλοί συμπολίτες μας από την επιδοματική πολιτική που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός.

Μόνο η Αριστερά έχει την ικανότητα να σνομπάρει όσους έχουν ανάγκη. «Σιγά τα φραγκοδίφραγκα!».

Ούτε φυσικά είμαι τόσο αφελής για να παραβλέπω τη στόχευση της κυβερνητικής γενναιοδωρίας. Πολιτική κάνουμε, όχι φιλανθρωπία.

Θα προτιμούσα όμως να σταθώ σε τρία σημεία που εκ των πραγμάτων συνόδευσαν το (πραγματικά αξιοσημείωτο) πλεόνασμα και τη μοιρασιά του.

Πρώτον ότι το πλεόνασμα πιστοποιεί την αποδοτικότητα μιας δημοσιονομικής πολιτικής που δεν στηρίζεται μονότονα σε αυξήσεις φόρων και εισφορών, όπως είχαμε συνηθίσει την προηγούμενη δεκαετία.

Ευτυχώς.

Δεύτερον ότι είναι καλύτερα να σου περισσεύουν και να μοιράζεις, παρά να σου λείπουν και να ζητιανεύεις.

Ρωτήστε και τον Παπανδρέου.

Τρίτον ότι καλά τα επιδόματα, αλλά καλύτερες οι επενδύσεις.

Χωρίς να σνομπάρουμε τον κοσμάκη και τις ανάγκες του, να σημειώσουμε την επίσης καλοδεχούμενη χρησιμοποίηση μέρους του πλεονάσματος για την ενίσχυση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.

Για το οποίο δυστυχώς δεν μιλάμε όσο θα έπρεπε.

Διότι καλή η δημοσιονομική απόδοση. Καλή η οικονομική μεγέθυνση. Καλή η μείωση της ανεργίας. Καλά τα επιδόματα και οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού. Ουδείς αντιλέγει.

Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι υποδομές της χώρας έχουν μείνει εκεί που βρίσκονταν πριν από είκοσι χρόνια. Αντε να έχουν προστεθεί εν τω μεταξύ μερικά χιλιόμετρα δρόμων.

Και επίσης ότι αυτή η κατάσταση αγγίζει όλο το φάσμα των υποδομών, από το απλό νοικοκύρεμα του δημόσιου χώρου και τις υγειονομικές μονάδες ή τα εκπαιδευτικά ιδρύματα έως την ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών – αν πιάσατε το υπονοούμενο…

Επιστρέφοντας δηλαδή στο Καστελλόριζο του 2010, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι η δεκαετία των Μνημονίων δεν άφησε πληγές μόνο σε μισθούς, απασχόληση ή συντάξεις.

Τράβηξε πίσω και όλο τον εκσυγχρονισμό της χώρας που είχε αρχίσει επί πρωθυπουργίας Σημίτη κι έμεινε κάπου εκεί.

Και γι’ αυτό, όσο καλοδεχούμενα κι αν είναι τα επιδόματα, όσες εύλογες ανάγκες κι αν καλύπτουν, η χώρα οφείλει να ξαναπιάσει θαρραλέα το νήμα του εκσυγχρονισμού και των μεταρρυθμίσεων από εκεί που έμεινε πριν από είκοσι χρόνια.

Ενδεχομένως κάτι τέτοιο να ήταν ανέφικτο σε συνθήκες οικονομικής στενότητας και μνημονιακής πειθαρχίας, να το δεχτώ και δεν ψέγω κανέναν.

Αλλά τώρα που η Ελλάδα μάλλον ξεπέρασε τη στενότητα αυτή, τώρα που κάποιο νερό μπήκε στο αυλάκι, μπορεί να διευρύνει τους στόχους και τις επιδιώξεις της.

Το έχει ανάγκη.