Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου ότι ο ορισμός του φύλου δεν μπορεί παρά να είναι βιολογικός και ότι σε αυτή τη βάση θα πρέπει να εννοούνται ζητήματα δικαιωμάτων και διακρίσεων που αφορούν τις γυναίκες χαιρετίστηκε από ένα μεγάλο μέρος σχολιαστών, πρωτίστως στο δεξιό φάσμα, ως μια μεγάλη νίκη απέναντι στη woke κουλτούρα και ως αναγνώριση των ισχυρών θεμελίων των παραδοσιακών έμφυλων ρόλων απέναντι σε μια επικίνδυνη σχετικοποίηση των σχετικών ταυτοτήτων. Αλλωστε, η επιμονή ότι υπάρχουν δύο φύλα και αυτά ορίζονται βιολογικά αποτελεί μια από τις «σημαίες» της παγκόσμιας Ακροδεξιάς αυτή τη στιγμή, που βάζει στο στόχαστρο τις πολιτικές διαφορετικότητας, συμπερίληψης και ισότητας, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τις πρόσφατες αποφάσεις της κυβέρνησης Τραμπ.
Παρότι η συγκεκριμένη απόφαση δεν αφορά το πλαίσιο για τη νομική αναγνώριση φύλου, που παραμένει σε ισχύ, εντούτοις ακολούθησε μια ιδιαίτερα έντονη πολεμική όπου οι τρανς γυναίκες παρουσιάστηκαν κατά βάση ως απειλή για τις γυναίκες και ως ομάδα που διεκδικεί «κατακτήσεις» που δεν της αναλογούν. Βεβαίως, η πολεμική αυτή παρέβλεπε ότι οι τρανς γυναίκες αποτελούν μια ομάδα που εξακολουθεί να υφίσταται μεγάλες διακρίσεις, στιγματισμό, έμφυλη βία και περιθωριοποίηση, ενώ προσπερνούσε την ίδια την πραγματικότητα και την περιπλοκότητα των ταυτοτήτων φύλων και τον τρόπο που ένα εύκολο «δυαδικό» σχήμα απλώς προσπερνά την ίδια την καταστατική υπαρξιακή συνθήκη αυτών των ανθρώπων και το πόσο τραυματικό είναι το βίωμα της μη αναγνώρισής της.
Πάνω από όλα, όλη αυτή η προσπάθεια να αποκατασταθεί μια «σαφήνεια» ως προς το φύλο μπορεί να προβάλλεται ως ένα είδος επιστροφής στην «κανονικότητα», όμως μοιάζει πολύ περισσότερο με μια προσπάθεια να διαμορφωθεί μια ψευδαίσθηση κοινωνικής «ευταξίας» και αποσαφηνισμένων ιεραρχιών σε έναν κόσμο όπου η πραγματική απειλή για την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη δεν είναι προφανώς η ανάγκη των ανθρώπων να αναγνωρίζονται ως αυτό που είναι, αλλά πολύ περισσότερο ο εγγενής κυνισμός της «ελεύθερη αγοράς».