Οι επίμονα υψηλές θερμοκρασίες που σημειώνονται στην Ευρώπη (ακόμη και στη βόρεια) τον τελευταίο μήνα και το κύμα καύσωνα που πλήττει ήδη την Ιβηρική Χερσόνησο δεν είναι εκτίμηση ενός κλιματικού μοντέλου, αλλά μία πραγματικότητα που δεν μπορεί να αγνοηθεί, πόσο δε μάλιστα που επαναλαμβάνεται συχνότερα. Ως προς το μέλλον, οι εκτιμήσεις είναι ότι ο αριθμός των θερμών ημερών θα αυξηθεί σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, ενώ για την Ελλάδα η αύξηση θα είναι –σταδιακά προφανώς –κατά περίπου 35 ημέρες μέχρι το 2050, πάντα σε σύγκριση με σήμερα.
Στη μεγάλη συζήτηση που γίνεται για την κλιματική αλλαγή, σύντομα –αν όχι ήδη –πρωταγωνιστές θα είναι οι πόλεις. Δεν είναι μόνο ότι όλο και περισσότεροι ευρωπαίοι πολίτες ζουν στις πόλεις (75 στους 100 κατά μέσο όρο το 2030) αλλά και ότι (οι πόλεις) συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή με τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, αλλά και ότι είναι ευάλωτες στην αύξηση της θερμοκρασίας καθώς και στην αύξηση της έντασης και της συχνότητας εμφάνισης ακραίων καιρικών φαινομένων (συμπεριλαμβανόμενων των καυσώνων).
Στο ίδιο σκηνικό, οι (μεγαλύτερες) πόλεις ξεκινούν με ένα σημαντικό μειονέκτημα. Λόγω των πηγών εκπομπής θερμότητας, των υλικών κατασκευής, των πολεοδομικών χαρακτηριστικών που μειώνουν σημαντικά τις ταχύτητες του ανέμου χαμηλά στην επιφάνεια και της έλλειψης πρασίνου, εμφανίζουν ήδη αυξημένες θερμοκρασίες σε περιοχές τους (κυρίως κεντρικές) σε σύγκριση με περιαστικές περιοχές (φαινόμενο που εύστοχα καλείται Αστική Θερμική Νησίδα). Μετρήσεις πεδίου και αναλύσεις δορυφορικών δεδομένων που συστηματικά πραγματοποιεί το Πανεπιστήμιο Αθηνών δείχνουν ότι οι διαφορές θερμοκρασίας στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες πόλεις, μεταξύ των οποίων η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα, ο Βόλος και το Ηράκλειο, κυμαίνονται περίπου στους 2-6 βαθμούς Κελσίου.
Οι πόλεις κατά συνέπεια έχουν να αντιμετωπίσουν έναν διπλό «εχθρό». Τον εσωτερικό «εχθρό», δηλαδή τον εαυτό τους και το επιβαρυμένο θερμικό τους περιβάλλον λόγω του τρόπου που αναπτύχθηκαν και τον εξωτερικό, δηλαδή την αύξηση της θερμοκρασίας λόγω της κλιματικής αλλαγής. Δύο οι «εχθροί», όμως κοινές (και αθροιστικές) οι επιπτώσεις τους: αυξάνεται σημαντικά η κατανάλωση ενέργειας για ψύξη (επιβαρύνοντας αντίστοιχα και τα νοικοκυριά), μειώνεται η ανθεκτικότητα των υποδομών και το κυριότερο επηρεάζεται η ποιότητα ζωής (θερμική δυσφορία) και η υγεία των πολιτών (ιδιαίτερα των ευάλωτων ομάδων), λόγω των υψηλότερων θερμοκρασιών, αλλά και της συνεπαγόμενης αύξησης των φωτοχημικών ρύπων.
Παραδοσιακές προσεγγίσεις (ένα σιντριβάνι εδώ, ένας πεζόδρομος εκεί…) δεν έχουν λόγο και όσο επιλέγονται τόσο θα βαθαίνει το πρόβλημα. Χρειάζονται διακριτές λύσεις για κάθε πόλη, συχνά δε και για κάθε περιοχή χωριστά, αντί δηλαδή μιας λύσης «φασόν» που εφαρμόζεται παντού και αδιακρίτως. Αλλο πρέπει να είναι το πλέγμα λύσεων για το ιστορικό κέντρο της Αθήνας και άλλο για ένα προάστιο.
Σε θεσμικό επίπεδο δεν είναι λογικό ο κάθε δήμος, λ.χ. στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας, να καταρτίζει το δικό του σχέδιο, αγνοώντας δηλαδή το αυτονόητο, ότι δεν διαθέτει δηλαδή τείχη που τον αποκλείουν από τους γειτονικούς. Σε προληπτικό επίπεδο, είναι αναγκαίος ο ανασχεδιασμός του συστήματος υγείας ώστε να λάβει υπόψη του τις επιπτώσεις της αυξανόμενης θερμικής επιβάρυνσης στους πολίτες.
Σε πρακτικό επίπεδο, χρειάζεται και η απλή λογική, από τη χρήση ψυχρών υλικών για τις νέες κατασκευές μέχρι ότι ένα διαμέρισμα/κτίριο σε θερμικά επιβαρυμένη περιοχή θα πρέπει να έχει προτεραιότητα οικονομικής ενίσχυσης για τη βελτίωση της ενεργειακής του απόδοσης από ένα άλλο ίδιας εισοδηματικής βάσης σε περιοχή με καλύτερο θερμικό περιβάλλον.
Και τέλος χρειάζονται και έξυπνες λύσεις που δεν μπορούν να παρατεθούν σε αυτή τη σύντομη παρέμβαση. Σε ένα πρόγραμμα έξυπνων λύσεων στο δίπτυχο «πόλεις και κλιματική αλλαγή» συμμετέχει το Πανεπιστήμιο Αθηνών μαζί με οκτώ ακόμα πανεπιστήμια από την Ευρώπη και την Κίνα, και με πεδίο εφαρμογής μεγαλουπόλεις στην Ευρώπη και στην Κίνα.
Ο Κωνσταντίνος Καρτάλης είναι καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών