Ενα ντόμινο τραγικών λαθών της ηγεσίας της Ελληνικής Αστυνομίας σημάδεψε τις εξελίξεις στη φονική πυρκαγιά της Ανατολικής Αττικής.
Ο κρατικός μηχανισμός κατέρρευσε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα στη μιάμιση ώρα που η φονική πυρκαγιά διαπέρασε και κατέστρεψε το Μάτι, μετατρέποντάς το σε θανάσιμη παγίδα για τους ανθρώπους που εγκλωβίστηκαν στις φλόγες, πνίγηκαν στους καπνούς και απελπισμένοι και αβοήθητοι έκαναν αγωνιώδεις προσπάθειες για να βρουν διέξοδο σωτηρίας. Πολλοί, δυστυχώς, δεν τα κατάφεραν.
Μεγάλο μερίδιο ευθύνης σε όσα εκτυλίχθηκαν εκείνο το απόγευμα έχει η ηγεσία της Ελληνικής Αστυνομίας, τόσο στον σχεδιασμό και στην κατανομή των αστυνομικών δυνάμεων όσο και στη διαχείριση της κυκλοφορίας, και ειδικότερα της Λεωφόρου Μαραθώνος, την κρίσιμη μιάμιση ώρα όταν το μέτωπο της φωτιάς σάρωνε το Μάτι.
«Το μεγάλο ζήτημα που ανέδειξε αυτή η φονική πυρκαγιά ήταν για μία ακόμα φορά η παντελής έλλειψη κεντρικής καθοδήγησης από ένα αξιόπιστο, λειτουργικό συντονιστικό όργανο διαχείρισης κρίσης. Η πολιτεία ήταν απούσα στον κεντρικό συντονισμό και σχεδιασμό καθώς και στην επαρκή και ορθολογική διάθεση των μέσων που διαθέτει. Δεν υπήρχε κοινή κατεύθυνση δράσης. Κι αυτό είχε μοιραίες συνέπειες» δηλώνει ο πρόεδρος των Ειδικών Φρουρών Βασίλης Ντούμας.
Απόφαση – κόλαφος για την Ελληνική Αστυνομία ήταν η διακοπή της κυκλοφορίας στη Λεωφόρο Μαραθώνος και η εκτροπή των αυτοκινήτων μέσα από το Μάτι, που είχε ως τραγική συνέπεια να εγκλωβιστούν οχήματα και οδηγοί.
Η απόφαση για τη διακοπή της κυκλοφορίας στις 18.13 στη Λεωφόρο Μαραθώνος, στο ύψος της διασταύρωσης προς τη Ραφήνα, στον κόμβο Φλέμινγκ, αλλά και στην περιοχή της Νέας Μάκρης, στον κόμβο Διονύσου, έχει –όπως είναι απόλυτα λογικό –γίνει αντικείμενο σφοδρής κριτικής.
Ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. Κωνσταντίνος Τσουβαλιάς, θέλοντας να δικαιολογήσει τις –καθυστερημένες και λανθασμένες, όπως αποδείχθηκε –αποφάσεις, είχε διευκρινίσει στη συνέντευξη Τύπου τρεις ημέρες μετά την τραγωδία ότι έκλεισαν μόνο τα στόμια εισόδου ενώ τα στόμια εξόδου παρέμειναν ανοιχτά ώστε να μπορεί να απομακρυνθεί ο κόσμος. Κι εδώ αρχίζουν τα αναπάντητα ερωτήματα. Συνδικαλιστές και επιστήμονες δεν αμφισβητούν την αναγκαιότητα της απόφασης να κλείσει για κάποιο κρίσιμο χρονικό διάστημα η Μαραθώνος, καθώς όντως υπήρχε κίνδυνος εγκλωβισμών. Οι ενστάσεις αφορούν το πότε αλλά και το γιατί οδηγήθηκαν οι άνθρωποι στην πύρινη παγίδα που λέγεται Μάτι.
Αστυνομικοί και τροχονόμοι, οι οποίοι μετείχαν στις επιχειρήσεις, δεν έδωσαν οδηγίες για το πού μπορεί να γίνουν αναστροφές για μια πιο ασφαλή πορεία. Εντρομοι οδηγοί σε στενούς δρόμους χωρίς καμία σήμανση, όπως καταγγέλθηκε, αναγκάζονταν να κάνουν συνέχεια κύκλους και συχνά να πέφτουν σε αδιέξοδα. Ο στόχος της ηγεσίας της ΕΛ.ΑΣ. να κατευθυνθούν οι οδηγοί προς τη Νέα Μάκρη απέτυχε παταγωδώς. Κι αυτό γιατί χωρίς κατευθυντήριες οδηγίες από τους αρμοδίους, μόνο με το ένστικτο των ανθρώπων, με μηδενική ορατότητα από τους καπνούς, ήταν αδύνατον να βρουν τη σωστή κατεύθυνση σωτηρίας.
Χαρακτηριστική του χάους που επικράτησε είναι και η εικόνα των κατεστραμμένων αυτοκινήτων που είχαν φορά προς τη στροφή για τη Ραφήνα, γεγονός που σημαίνει ότι οι οδηγοί είχαν πάρει την αντίθετη κατεύθυνση, η οποία τους έριξε στο φλεγόμενο μέτωπο.
Από την ώρα της έναρξης της φονικής πυρκαγιάς μέχρι την ώρα που το φλεγόμενο μέτωπο χτύπησε το Μάτι μεσολάβησαν 83 κρίσιμα λεπτά που από λανθασμένες εκτιμήσεις και της Αστυνομίας παρέμειναν ανεκμετάλλευτα.
Χωρίς την εντολή και την καθοδήγηση της ηγεσίας της ΕΛ.ΑΣ., χωρίς συντονισμό, ομάδες διάσωσης της ΔΙΑΣ και της ΟΠΚΕ, που βρίσκονταν στο Μάτι, πήραν πρωτοβουλία έστω και την τελευταία στιγμή να βοηθήσουν τον κόσμο να φύγει. «Και μη φανταστείτε ότι υπήρχαν και μεγάλες δυνάμεις. Από τη ΔΙΑΣ ήταν μόλις οκτώ αστυνομικοί και περίπου δύο ομάδες ΟΠΚΕ. Σχέδιο εκκένωσης δεν υπήρχε. Οσοι απομακρύνθηκαν έγκαιρα και σώθηκαν έφυγαν με δική τους πρωτοβουλία. Αν υπήρχαν εντολές, συντονισμός και καθοδήγηση σε τέτοιου μεγέθους φωτιά –ακόμα και αν γίνονταν κάποια λάθη -, ο απολογισμός δεν θα ήταν τόσο τραγικός» προσθέτει ο πρόεδρος των Ειδικών Φρουρών Ντούμας. Αλλά ακόμη και η αστυνομική δύναμη της ΔΙΑΣ εγκλωβίστηκε στο Μάτι, αφού μόλις οι τέσσερις από τους οκτώ αστυνομικούς κατάφεραν να φτάσουν μέχρι το Κόκκινο Λιμανάκι.
Την ώρα της φονικής πυρκαγιάς τα προβλήματα επικοινωνίας των αστυνομικών με το κέντρο διαβιβάσεων ήταν τραγικά.
«Είναι σκανδαλώδες. Τις κρίσιμες ώρες είχε πέσει το σύστημα και δεν λειτουργούσε το κέντρο διαβιβάσεων. Πώς θα κάνει ο αστυνομικός διάσωση, πώς θα πάρει εντολές, αν δεν λειτουργούν οι επικοινωνίες; Κινδυνεύει ακόμα και να εγκλωβιστεί και να καεί ο ίδιος. Το νέο ψηφιακό σύστημα της Αμεσης Δράσης δεν έχει αναμεταδότες και δεν λειτουργεί επαρκώς. Στις φωτιές οι αστυνομικοί αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν τα κινητά τους. Χρειάστηκε ακόμα να δώσουν στους πολίτες τα κινητά τους, καθώς ακόμα και αν οι πολίτες επικοινωνούσαν με το κέντρο αυτό, δεν είχε τη δυνατότητα να διαβιβάσει εντολές προς τους αστυνομικούς. Αναγκάστηκαν να φτιάξουν ένα αυτοσχέδιο δίκτυο υποστήριξης και επικοινωνιών. Ολες οι επικοινωνίες τις κρίσιμες ώρες γίνονταν σχεδόν αποκλειστικά με τα κινητά τηλέφωνα» καταγγέλλει ο πρόεδρος των Ειδικών Φρουρών.