Για πολλά χρόνια, τα πούλμαν των παραθεριστών που περνούσαν από την Κινέτα κοιτούσαν προς τη θάλασσα για να εντοπίσουν το θρυλικό σπίτι της Ζωζώς Σαπουντζάκη, εκεί όπου γίνονταν τα τρομερά πάρτι και περνούσε η μεγάλη καλλιτέχνις τον περισσότερο από τον χρόνο της.
Η τραγωδία που βιώνουμε εδώ και δώδεκα μέρες έχει πολλές όψεις. Από την κορυφαία, την πιο δραματικά συγκλονιστική που είναι η εκατόμβη των νεκρών, μέχρι το ελάχιστο υλικό κόστος για όσους κάηκαν τα σπίτια ή οι περιουσίες τους. Για τη Ζωζώ Σαπουντζάκη, η τραγωδία και οι πυρκαγιές είχαν ένα τεράστιο υλικό κόστος που δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι το σπίτι της στην Κινέτα δεν υπάρχει πια. Η ίδια όμως το βλέπει περισσότερο συναισθηματικά αφού στο σπίτι αυτό υπήρχαν αντικείμενα που συνόψιζαν μια ζωή και μια μεγάλη πορεία.
Η σημαντική ηθοποιός και τραγουδίστρια μιλά στα «ΝΕΑ» για την περιπέτεια που βίωσε – ήταν εκεί στη φωτιά και απομακρύνθηκε τελευταία στιγμή, ενώ δηλώνει πως δεν το βάζει κάτω αφού προσδοκά πως το χειροκρότημα του κόσμου στις προσεχείς παραστάσεις της θα αποτελέσει παρηγορητικό στήριγμα και θα την κάνει να αναταχθεί και να σταθεί στα πόδια της ψυχολογικά.

Πού βρίσκεστε τώρα, πού μένετε;

Ο ιδιοκτήτης του Kineta Beach λίγο πιο κάτω από μένα είχε την ευγένεια να με φιλοξενήσει και αισθάνθηκα λίγο άνθρωπος. Λέγεται Κώστας Σακελλάρης. Ενιωσα λίγο άνθρωπος αφού έπαψα να βλέπω τα καμένα, τα ζώα, τις στάχτες, το ρημαγμένο σπίτι μου. Ολο αυτό το ωραίο πράγμα πού πήγε;

Κάηκε το σπίτι σας;

Ολοσχερώς. Ηταν σπίτι με γούστο. Δεν ήμουν πλούσια. Το έκανα επειδή δούλεψα σκληρά από μικρό παιδί. Πήρα το θάρρος μόνη, με βοηθούσε ο πατέρας μου και από παιδί έπαιζα όλα τα είδη του θεάτρου, πολύ γρήγορα. Ο Παντελής ο Ζερβός είπε του πατέρα μου: αν θες τα παιδιά σου να μην πεινάσουν κάνε τα πολυσύνθετα, επειδή εμείς οι ηθοποιοί πεινάμε! Ξεκίνησα με την αδελφή μου Βάσω στο Βασιλικό Θέατρο της Θεσσαλονίκης, ο πατέρας μου μας πήγε στο ωδείο, έπαιζα όργανα, έγινα και γίναμε καλλιτέχνες.
Η Βάσω παντρεύτηκε νωρίς και περπάτησα μόνη καλλιτεχνικά. Μια μέρα με ρώτησε ο πατέρας μου: πόσο το αγαπάς το θέατρο παιδί μου; Αν δεν το κάνω θα πεθάνω, του είπα. Ηλθα πολύ γρήγορα στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη, με βοήθησε ο παραγωγός ο Αντώνης ο Ζερβός, είχε το Παλλάς στον Πειραιά. Με έβαλε σε ταινία του Τσιφόρου όπου και τραγουδούσα το «Τηλεφώνησέ μου». Εγινα πολύ γνωστή.

Φαντάζομαι ότι από τότε διασώσατε πράγματα που σας θυμίζουν τα πρώτα σας βήματα.

Ακου τώρα κάτι που αφορά το καμένο σπίτι μου και ένα αντικείμενο από τότε: έβγαζα χρήματα, έμενα στην Ομόνοια σε ξενοδοχείο, διάφοροι θαυμαστές μού φέρνανε δώρα. Ενα λουστράκι, μου έφερε μια βούρτσα με το όνομά μου. Κλαίω. Ολα τα πράγματα ήταν σημαντικά, όχι γιατί ήταν ακριβά. Αυτή τη βούρτσα που την είχα στο σπίτι, για αυτή στενοχωριέμαι πιο πολύ.

Αλλα;

Ολα μου τα πράγματα τα είχα στην Κινέτα, όλη μου τη ζωή. Επιπλα του Σαρίδη, καβαλέτο με πίνακες που αναπαριστούσαν εμένα όπως του Δημήτρη Κοκότση, του Μούγιου, του Λινάκη, του Βαλσαμάκη, του Ζαχόπουλου. Είχα και τεράστια χαλιά, μου ‘λεγε η μάνα μου κράτα και τίποτε. Εγώ δεν σκεφτόμουν τίποτε, ήθελα το σπίτι μου να είναι τέλειο. Παντρεύτηκα κάποτε με τον Ανδρέα, ήταν δικηγόρος, πέθανε νέος. Είχα το γραφείο του εκεί και πολλά δικά του και δικά μου αντικείμενα. Ηταν όλα πράγματα που αγαπούσα, αν μου έλεγες πως έπεσε το σπίτι μου αλλά σώθηκαν τα αντικείμενα θα ήμουν ευτυχισμένη!

Η τεράστια συλλογή ρούχων σας;

Αυτά στάθηκαν τυχερά. Το σπίτι μου καταστράφηκε όλο, έμεινα με ένα φόρεμα που φορούσα. Είχα τις γούνες μου, τα φορέματά μου τα καλοκαιρινά.

Πώς γλιτώσατε από τη φωτιά;

Εφυγα όταν είδα τη φωτιά και πήγα στο Λουτράκι. Πήγα να πάρω τον πίνακα του Κοκότση αλλά με τράβηξαν.
Πείτε μου για το σπίτι σας.
Το σπίτι ήταν διώροφο και έπεσε όλο. Ενας μηχανικός, ο Μιχάλης Ορρος, μου είχε φτιάξει μια σκάλα εσωτερική και ήταν στον αέρα το πατάρι. Εκεί είχα φωτογραφίες από Αμερική. Κάηκαν όλα. Πάνω ήταν τα δωμάτια, μπάνια, γίνανε στάχτη όλα. Κάτω ήταν τα σαλόνια και πιο κάτω είχα έναν πρόχειρο χώρο με κουζίνα, μπάνιο, κρεβατάκια. Εκεί είχα μια ντουλάπα που δεν φαινόταν.

Και εκεί τι είχατε;

Είχα όλο μου το βεστιάριο. Σώθηκε όλο. Εχασα την αδελφή μου Βάσω, την κολλητή μου φίλη Ελπη Αθανασοπούλου και τώρα το σπίτι μου, τρίτωσε το κακό. Ο παραγωγός Μιχάλης Αδάμ έστειλε δύο πούλμαν και τα πήγα όλα στην ανιψιά μου.

Οταν ξέσπασε η φωτιά πού ήσασταν;

Ημουν στην Κινέτα, στο σπίτι. Ηθελα να πάω στο Λουτράκι, στο εστιατόριο της Ευτυχίας να φάω. Πέρασαν να με πάρουν φίλοι. Ακούω τότε ότι υπάρχει φωτιά στο βουνό και πάω πιο κάτω στους σεκιούριτι που φυλάγανε τα σπίτια μας, ένα χιλιόμετρο πιο κάτω. Κοιτούσα με αγωνία. Μου λένε δεν έχεις πρόβλημα, γιατί εγώ ήμουν κάτω και η φωτιά ακόμη ήταν στο βουνό. Επειτα από λίγο με πήραν και έφυγα. Μετά το δικό μου σπίτι, είναι δύο-τρία σπίτια προς Αθήνα. Ενα διαμέρισμα άρπαξε φωτιά σε μια πολυκατοικία και έπειτα από αυτό πετάχτηκε η φωτιά μόνον σε μένα. Δίπλα μου είναι δύο σπίτια που δεν έπαθαν τίποτε.

Πώς έγινε αυτό;

Γιατί εγώ είχα πολύ ξύλο. Αμέσως ρώτησα κάποιον που έχει σχέση με το δασαρχείο για να μάθω τι έγινε. Αρχικά νόμιζα πως κάηκε λίγο, αλλά δεν ήταν έτσι. Εξι το πρωί, ήλθα, δεν υπήρχε δρόμος. Δεν άφηναν κανέναν. Το είδα καμένο…

Πόσα χρόνια μένατε εκεί;

Πενήντα χρόνια.

Γιατί επιλέξατε την Κινέτα; Φαντάζομαι ήταν εξοχή το ’60…

Ετυχε τότε. Δούλευα και έβγαζα πολλά στο Θέατρο Μετροπόλιταν τότε με Καλουτά, Γκιωνάκη, Σταυρίδη. Μου λέει ο πατέρας μου: πας κάθε βράδυ και μένεις σε μπανγκαλόου στο Λαγονήσι. Πήγαινε να πάρεις ένα οικόπεδο. Είχα μια μερσεντές τότε, δυο-τρεις είχαμε, εγώ, ο Στέλιος Καζαντζίδης, και με αυτή έψαχνα σε Λαγονήσι. Τραγουδούσα παράλληλα σε τέρμα Πατησίων στου Καλαμπόκα, ήμουν το γούρι του. Ερχεται τότε ο Ικαρος ο κονφερασιέ. Του λέω πως θέλω ένα οικόπεδο και με ειδοποιεί πως σε ένα τραπέζι κάθεται ο Αγγελόπουλος που είχε καταπληκτικά οικόπεδα στην Κινέτα. Εγώ δεν ήξερα καν την περιοχή…

Και;

Με έπεισε και με πήρε με τη μάνα μου και πήγαμε να το δούμε. Το βλέπω και αμέσως του λέω: το πήρα! Είχε τριακόσια πεύκα, θέα σε θάλασσα και 139 σκαλιά για να φτάσει κάτω στην παραλία. Ηταν να βάλω ασανσέρ αλλά τυφλώθηκε ο μηχανικός μου. Αυτά τα 50 χρόνια εκεί είναι μία ολόκληρη ζωή.

Κάνατε και τα θρυλικά πάρτι σας στο σπίτι στην Κινέτα.

Ονειρεμένα. Μόνον ελικόπτερο που δεν κατέβηκε κάτω. Μια φορά εμφανίστηκα με ένα κρις κραφτ με μαγιό παγιετέ, βγήκα σε εξέδρα και χόρευα με ρώσο χορευτή νοτιοαμερικάνικα τραγούδια. Το τι έχω κάνει δεν λέγεται! Μπαλόνια όλο το οικόπεδο, το φόρεμα ίδιο χρώμα με τα μπαλόνια. Κάθε πάρτι είχε έξοδα αλλά το χάρηκα. Ας είχα σήμερα τα αντικείμενά μου.

Μένατε καιρό κάθε χρόνο εκεί.

Εννιά μήνες. Είναι ο χαρακτήρας μου όμως τέτοιος σήμερα και έπειτα από τέτοια καταστροφή λέω: τράβα Ζωζώ μπροστά.

Τι κρατάτε από όλο αυτό;

Είμαι γερή, όταν τόσος κόσμος κάηκε γύρω μας. Σε όλη μου τη ζωή, δόξα τω Θεώ, είχα την υγεία μου. Εχω κοντά μου πρόσωπα που με στηρίζουν. Δεν έχω κάνει τίποτε. Αγαπώ τη δουλειά μου, ξόδευα για τη δουλειά μου. Δούλεψα σκληρά και με αίμα, άλλο αν υπήρξα σπάταλη. Μια τουαλέτα κόκκινη που έχω του ’86, μου κάνει και σήμερα και τη φορούσα φέτος στο Παλλάς.

Είχαν περάσει πολλοί από το σπίτι σας.

Στα πάρτι μου έρχονταν με αεροπλάνα φίλοι μέχρι και από το Λονδίνο. Θυμάμαι στα πάρτι μου τον ηθοποιό Ρηγόπουλο, ο οποίος ερχόταν και γέμιζε συνέχεια από τον μπουφέ φαγητό και πήγαινε στην άκρη κοντά στη θάλασσα. Δεν τρώω εγώ, για την Κάκια (σ.σ.: Αναλυτή) είναι. Ηταν πάρτι, δεν λογάριαζα, τα έφαγα όλα! Ο,τι είχα, κοιτούσα να περνώ καλά. Ωραία ρούχα, καλλυντικά. Σηκώνω το ανάστημά μου τώρα, έχει ο Θεός. Είμαι θρήσκα, πιστεύω πολύ.

Τι μήνυμα στέλνετε στους πυρόπληκτους;

Για αυτούς που χάθηκαν λυπάμαι πάρα πολύ. Ζωζώ, λέω, είσαι ζωντανή, μην είσαι αχάριστη. Η Κινέτα καταστράφηκε να ξέρεις. Περνούσαν τα λεωφορεία και δείχνανε το σπίτι μου. Οταν γνωριστήκαμε με τον πεθερό μου, είπε: επιτέλους, να σε γνωρίσω από κοντά. Τώρα περνάνε και σταματάνε τα αυτοκίνητα μόλις με δουν στην είσοδο του καμένου σπιτιού μου να μου δώσουν κουράγιο.

«Ηθελα να γυρίσω για έναν πίνακα»

«Οταν είδα το σπίτι καμένο δεν έκλαψα» αφηγείται η Ζωζώ Σαπουντζάκη. «Το κοίταγα και έσκαβα τη στάχτη να βρω κάνα αντικείμενο. Κλαίω μόνη μου, στον κόσμο μπροστά δεν κλαίω. Σκέφτομαι πως είμαι ζωντανή και βλέπω την εικόνα με τους νεκρούς και τρελαίνομαι. Δόξα τω Θεώ είμαι ζωντανή. Κάηκαν άδικα τόσοι άνθρωποι. Οι οικογένειές τους… Θέλω να δουλέψω, να τραγουδήσω, να βγω στο πάλκο, να πάρω δύναμη από τον κόσμο. Την Κινέτα την αγάπησα πάρα πολύ, έχουν και δρόμο στο όνομά μου.

Σκέφτηκα καθώς έφευγα πριν καεί το σπίτι να πάρω έναν πίνακα του Δημήτρη Κοκότση που ήταν σε καβαλέτο. Ερχόταν γεροντάκι και με παρακαλούσε να με ζωγραφίσει. Μεγάλος ζωγράφος. Τραγουδούσα τότε ένα κομμάτι του Μουζάκη, το “Μια Τσιγγάνα μαυρομάτα”. Ο Κοκότσης ήθελε να με κάνει Τσιγγάνα. Οταν το τέλειωσε πήρε τον πίνακα και περπατούσε στην Ουάσιγκτον και φώναζε: Εκανα τη Ζωζώ! Θυμάμαι πολλές στιγμές της ζωής μου. Δεν τον πήρα τον πίνακα. Του Λινάκη είναι μεγάλος, του Μούγιου μεγάλος. Αυτός ήταν αγαπημένος. Ασ’ τα αυτά μού λένε και τρέξαμε έξω».