Μπήκε ο Αύγουστος και, σε αντίθεση με ό,τι γινόταν άλλες χρονιές, η Αθήνα δεν έχει αδειάσει ακόμη. Μουδιασμένοι άνθρωποι, αποκαρδιωμένοι, φοβισμένοι από έναν αόρατο κι αόριστο κίνδυνο, τρέχουν, κάθε μεσημέρι σχεδόν τις τελευταίες μέρες, τσαλαβουτώντας με πέδιλα και σαγιονάρες στα βροχόνερα, να προφυλαχθούν από τις τροπικές μπόρες. Οι πυρκαγιές στην Ανατολική Αττική θα τσουρουφλίζουν για πολύ καιρό ακόμη τη διάθεσή μας. «Πού θα πας; Πότε θα φύγεις;», «Δεν ξέρω, δεν έχω διάθεση», «Πού να πηγαίνω, καλύτερα εδώ στα σίγουρα», «Εχω και τη μάνα μου που φοβάται να απομακρυνθούμε από το σπίτι, φοβάται να πάει για μπάνιο». Αυτοί, περίπου, είναι οι διάλογοι που διαμείβονται. Κι ένας αρρωστημένος, μουντός καιρός, βαρύς πάνω από τα κεφάλια μας, όχι η αποχαυνωτική, αθηναϊκή, καλοκαιρινή ζέστη, αλλά μια γλίτσα που κολλάει στο σώμα σου σαν μείγμα υδράργυρου με βαζελίνη, όπως το λέει ο Μ. Καραγάτσης στο «10».
Κάτω από τέτοιες συνθήκες, έχω την εντύπωση ότι αναζητούμε αντηρίδες στο παρελθόν. Δεν πρόκειται για την ανασταλτική εκδοχή της νοσταλγίας που κάνει κάποιους να απεχθάνονται (ίσως γιατί δεν μπορούν να το κατανοήσουν) οτιδήποτε νέο, καινοτόμο, πρωτότυπο. Είναι μια νοσταλγία παρηγορητική που, όταν το παρόν είναι τόσο εύθραυστο, σου δίνει την ελπίδα της συνέχειας για το μέλλον. Σε κάνει να σκέφτεσαι πως αφού φθάσαμε έως εδώ, μπορούμε να συνεχίσουμε και παραπέρα. Αυτό που νιώθεις όταν, περπατώντας στην πόλη, «συναντάς» ξαφνικά εικόνες, στιγμιότυπα, μυρωδιές, γεύσεις από την παιδική ή πρώτη νεανική σου ηλικία. Ιδιαίτερα σε περιοχές που δεν έχουν καταχωριστεί ως «κέντρα αναμνήσεων», σε γειτονιές που έχουν αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια, αλλά νέοι επιχειρηματίες αναβιώνουν ή παλιότεροι συντηρούν τη νοσταλγία.
Κάτι τέτοιο μου συνέβη πριν από λίγες ημέρες όταν, περπατώντας στην πολυπολιτισμική Κυψέλη, στην οδό Τενέδου, για κάποιο λόγο έστρεψα το κεφάλι μου προς τα πάνω και είδα την επιγραφή «Στέλλα». Με εκείνα τα καλλιγραφικά γράμματα που έμοιαζαν σαν να είναι γραμμένα με το χέρι και χρησιμοποιούσαν παλαιότερα στους τίτλους των κινηματογραφικών ταινιών. Κινηματογράφος θερινός άλλωστε είναι κι εδώ. Πρωτοάνοιξε το καλοκαίρι του 1969 ως Πιγκάλ, ήκμασε και παρήκμασε και σταμάτησε να λειτουργεί το 1989, την εποχή που η Αθήνα άλλαζε με φρενήρεις ρυθμούς «πρόσωπο» και «χαρακτήρα». Το 1992 επαναλειτούργησε ως δημοτικός κινηματογράφος (ήταν η τάση τότε), για να κλείσει το 2010, στην πρώτη σάρωση της οικονομικής κρίσης. Και να τώρα που άνοιξε ξανά, αφιερώνοντας την πρόσοψή του στη θρυλική ταινία του Κακογιάννη. Το όνομα της ηρωίδας που υποδύθηκε η Μελίνα Μερκούρη, γραμμένο όπως στην πρώτη αφίσα του 1955. Το «Στέλλα» λειτουργεί εδώ και δεκαπέντε περίπου ημέρες με δύο ταινίες την εβδομάδα υπό τη διαχείριση της κινηματογραφικής εταιρείας Weirdwave.
με φεγγάρι
Η επαναλειτουργία όμως θερινών κινηματογράφων φαίνεται ότι είναι η ανερχόμενη τάση στο πλαίσιο μιας νοσταλγίας που δεν κλαίει πάνω από τις αναμνήσεις της, αλλά τους δίνει ζωή και από μουσειακό παρελθόν τις κάνει ενεργό παρόν. Ετσι, ένας ακόμη ξεχασμένος κινηματογράφος ξαναζωντάνεψε φέτος το καλοκαίρι. Το θρυλικό Αριάν στην Αγγέλου Μεταξά στο κέντρο της Γλυφάδας που εδώ και 32 χρόνια ήταν μια «τρύπα» στην περιοχή, ένα παρατημένο οικόπεδο που είχε μετατραπεί σε σκουπιδότοπο. Επίσης, η εταιρεία διανομής Feelgood πήρε υπό την «επιστασία» της το Ανεσις στη Λεωφόρο Κηφισίας, ένα ιστορικό θερινό σινεμά, στο οποίο πέρυσι η οικονομική κρίση είχε βάλει λουκέτο.
Μια παράκληση. Ο θερινός κινηματογράφος είναι ένα είδος διασκέδασης, απόλυτα ενταγμένος στην ελληνική κουλτούρα της καλοκαιρινής ζωής που δεν απευθύνεται μόνο σε σκληροπυρηνικούς σινεφίλ. Ετσι, καλό θα ήταν οι υπεύθυνοι να επιλέγουν ταινίες που θα απευθύνονται σε ένα ευρύτερο φάσμα θεατών.
τις αναμνήσεις
Συγγραφέας
Τι μου αρέσει
Μου αρέσουν κάποιοι άνθρωποι που εγώ τους λέω «οι άγγελοι των οδοστρωμάτων».
Σε ατύχημα, σε δύσκολη στιγμή συνανθρώπου μας προστρέχουν, φυτρώνουν απ’ το πουθενά ταχύτατα.
Επίσης μου αρέσει η αντανακλαστική σχεδόν ευγένεια των σωμάτων στους δημόσιους χώρους της Αθήνας. Να διευκολύνουν, να υποδηλώσουν απλώς ότι σε πρόσεξαν.
Τα αδέσποτα του κέντρου της πόλης μού δημιουργούν επιφυλακή, συστολή. Η δε συνεχώς διογκούμενη ζωοφιλία ερωτηματικά. Δεν νομίζω να υπάρχει ζώο που να νιώθει ωραία με λουρί στον λαιμό.
Εκτός ίσως απ’ τον άνθρωπο που πολλές φορές η χειραγώγηση τον ανακουφίζει.