Από την πρώτη κιόλας, ή μάλλον τη δεύτερη, σελίδα του βιβλίου διηγημάτων (δέκα στο σύνολό τους) του Γεράσιμου Δενδρινού «Βήματα σε λιθόστρωτο» αποκτάς μια απολύτως ακριβή εντύπωση της εντελώς ιδιαίτερης πεζογραφίας του όταν γράφει στο διήγημα «Θριάσιο Πεδίο»: «Κάθε φορά που το σμήνος των πουλιών περνάει πάνω από την Εθνική (σ.σ.: την Εθνική Οδό), η σκιά του γλιστρά στα καπό των σταματημένων αυτοκινήτων πριν τα φανάρια». Οσο περαστική, ούτε καν στιγμιαία, είναι η σκιά του σμήνους των πουλιών στα καπό των σταματημένων αυτοκινήτων, που αν δεν είχε επισημανθεί θα ήταν σαν να μην είχε υπάρξει, το ίδιο ακριβώς εκτόπισμα φαίνεται να διατηρούν για τη συλλογική ανθρώπινη μνήμη γεγονότα ιστορικά ή και κτίσματα ακόμη, αν και το παρελθόν έμοιαζε να έχει ταυτιστεί μαζί τους. Αν και ο Δενδρινός τα αναπαριστά μέσα στα διηγήματά του –γεγονότα και κτίσματα –ως παρουσίες κυρίαρχες και δεσπόζουσες καθώς εντοπίζει ανάμεσά τους συγγένειες όσο απομακρυσμένα κι αν είναι τα ίδια μεταξύ τους χρονικά κι όποια κι αν είναι η γεωγραφική απόσταση –τεράστια δηλαδή –που τα χωρίζει.
Για να ανακαλύψεις πως αν κάτι δίνει τη διάρκειά τους σε γεγονότα και σε κτίσματα, που η αυτόνομη σημασία τους φαινόταν να τους εξασφαλίζει, είναι ο ανθρώπινος παράγοντας, ο ασταθής, ο φευγαλέος, ο αφανής ακόμη κι όταν διαδραμάτιζε έναν σημαίνοντα ρόλο. Ετσι ώστε η φωνή μιας μητέρας που ακούγεται να ρωτάει τον γιο της «Πού είσαι;» για να της αποκριθεί ο μικρός «Πίσω απ’ την κουρτίνα είμαι, μανούλα», να δίνει μια πολύ σημαντικότερη διάσταση στην έκθεση ζωγραφικής ενός πολύ γνωστού φιλέλληνα Τούρκου, του Εμράχ Ποϊράζ, όσο και στο ίδιο το Σισμανόγλειο Μέγαρο, που στεγάζει το Ελληνικό Προξενείο, στην οδό Ιστικλάλ Τζαντεσί, στην Κωνσταντινούπολη, και στις αίθουσές του με τα έργα ζωγραφικής, όπου ακούστηκε κάποια στιγμή η στιχομυθία της μητέρας με τον γιο της.
Η στρατιωτική μπότα
Μια σχέση όσον αφορά τη «μονιμότητα» της τέχνης και την «προσωρινότητα» της ζωής με το αποκορύφωμά της –έστω κι αν την τέχνη την αντικαθιστά η Ιστορία –στο διήγημα «Νίνο και Μπρούνο», όταν μια στρατιωτική μπότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που ανασύρεται γεμάτη άμμο και μπερδεμένα φύκια, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, στον Θερμαϊκό Κόλπο, την ημέρα των Θεοφανίων, μοιάζει να καταλήγει με μια ευθεία ή τεθλασμένη γραμμή, στη Συμέλα, μια Ελληνοπόντια από το Σοχούμι της Αμπχαζίας, που είχε έρθει στην Ελλάδα το 1990, με τον άντρα της και τους δυο της γιους. Σχέσεις ανθρώπων, που αν και πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες έχουν συμβάλει στη διαμόρφωσή τους, να μη σου χρειάζονται τελικά, όσο καθοριστικές κι αν υπήρξαν, όπως για παράδειγμα ο πόλεμος ανάμεσα στους Γεωργιανούς και τους Αμπχάζιους, το ’92 – ’93, δηλαδή ανάμεσα στους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους. Αντίθετα να αισθάνεσαι τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες ως ένα πρόσχημα, προκειμένου να αναδυθεί στην επιφάνεια το πρόσωπο της κυρα-Μπέλας, της νοσοκόμας, που έκανε στη Λεψίνα (παλιά ονομασία της Ελευσίνας) τις εκτρώσεις με ζεματισμένα φύλλα τσουκνίδας.
Ενας αφηγηματικός ιστός διαμορφωμένος με τόση λεπτομέρεια ώστε να αρκεί μια ευθεία εξιστόρηση, χωρίς καν μια νύξη, προκειμένου η είσοδος της σπηλιάς του Πλούτωνα στην Ελευσίνα να συνδέεται με την είσοδο ενός κλειστού μαγαζιού στην ίδια περιοχή, μ’ ένα κολλημένο πάνω του χαρτόνι που γράφει: «Κοπτική, ραπτική, μεταποιήσεις, βαφές ρούχων “Η Νίτσα”. Διαθέτουμε και Ουκρανή για καθαρισμό σπιτιών. Χτυπήστε δυο φορές το κουδούνι και θα κατεβεί η Ουλάνοβα. Αν δεν κατεβεί, να ξέρετε πως θα λείπει», ώστε να αναγνωρίσεις το χαρτόνι ως εύρημα στο μέλλον μιας ανασκαφής ισότιμης με τις σημερινές ανασκαφές στους γύρω αρχαιολογικούς χώρους.
Μακροπερίοδοι παράγραφοι
Στον ίδιο αυτό άλλωστε διαμορφωμένο άριστα αφηγηματικό ιστό πιστώνεται η φυσιολογική ενσωμάτωση μέσα στα διηγήματα προσώπων, χωρίς συχνά να έχει προετοιμαστεί με την ελαχιστότερη μνεία η είσοδός τους, ή η αιφνίδια απουσία τους να σε κάνει να αναρωτιέσαι για το ποια μπορεί να υπήρξε η συνέχειά τους, όπως άλλωστε «ανασαίνουν» ως απολύτως απαραίτητες οι μακροπερίοδοι παράγραφοι, με τον εσωτερικό αναστοχασμό του ίδιου του συγγραφέα, χωρίς καμιά προσπάθεια να κρύψει την ταυτότητά του, ενώ παρατηρεί τα τεκταινόμενα γύρω του. Θα ήταν εντελώς διαφωτιστική από την άποψη αυτή η μελέτη των σχεδιαγραμμάτων που οργάνωνε ο Μ. Καραγάτσης ώστε οι σχέσεις των ηρώων του (ανάλογα με τις διαβαθμίσεις της θερμοκρασίας τους) να είναι πάντα πεζογραφικά απολύτως ζυγισμένες.
Κι επειδή δεν υπάρχει πεζογράφος δίχως εμμονές αλλά και δίχως αποκλίσεις σε σχέση με το χαρακτηριστικό συγγραφικό του αποτύπωμα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ο Γεράσιμος Δενδρινός στοιχεία που φαίνεται να πιστοποιεί ως κυριαρχικά ένα του διήγημα, τα αναιρεί ένα δεύτερο. Ενώ για παράδειγμα στο διήγημα «Νίνο και Μπρούνο» ο περιβάλλων χώρος φαίνεται να είναι το φόντο για να υπάρξει μια ιστορία, στο διήγημα «Βήματα σε λιθόστρωτο» η ιστορία μεταβάλλεται σε πρόσχημα ώστε να έχουμε μια ομολογουμένως συναρπαστική περιήγηση της Κωνσταντινούπολης και να μη μνημονεύονται μόνο η Γέφυρα του Γαλατά, το Γενί Τζαμί και το τέμενος του Σουλεϊμάνιγε, αλλά και το καλντερίμι της Γκαλίπ Ντεντέ Τζαντεσί, το ξενοδοχείο Golden Horn, ο σταθμός του Σίρκετζι και η Πλατεία Σουλταναχμέτ. Αποτυπωμένα όμως όλα μ’ έναν τρόπο που ακόμη και μια σκιά ν’ αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας αναγνωρίσιμης υπόστασης, ή ένα αμφισβητούμενο ως προς την ύπαρξή του περιστατικό να καθορίζει την εξέλιξη των διηγημάτων όσο κάτι το συγκεκριμένο και το απτό.
Μ’ αποτέλεσμα όσο «υπέδαφος» του Θριάσιου Πεδίου και της Μάνδρας Αττικής, που υπήρξε η γενέτειρά του, φέρνει στην επιφάνεια ο συγγραφέας, τόσο ίσως και περισσότερο να γνωρίζουμε σε σχέση με το «αθέατο» πρόσωπο της Κωνσταντινούπολης, καθώς η ουσιαστικότερη επαφή μαζί της δεν γίνεται ούτε με τη μελέτη του αρχείου των ελληνικών εφημερίδων («Εφημερίς των Κυριών», «Παρνασσός», «Ελλάς») του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα στο περίφημο Οτέλ Κουρτουλούς Ρουμ Λισελί, ούτε με τη μελέτη της ως σταυροδρόμι πολιτισμών έτσι όπως αποτυπώνονται μ’ έναν ανάγλυφο τρόπο στην καθημερινότητά της.
Αλλά κυρίως μέσω μιας υπόγειας κρύπτης που ως συνέχεια μιας κουζίνας μ’ έναν καναπέ, πίσω από μια κουρτίνα, η κυρα-Μελάνα, μια γυναίκα 98 χρόνων, από το Χαψίκιοϊ της Τραπεζούντας, συγυρίζει τον χώρο μιας κανονικής εκκλησιάς με το τέμπλο, το προσκυνητάρι, τις εικόνες των αγίων, ένα μανουάλι με τέσσερα αναμμένα κεριά, το στασίδι και τις καρέκλες.
Γεράσιμος Δενδρινός
Βήματα σε λιθόστρωτο
Εκδ. Διάπλαση, 2018, σελ. 304
Τιμή: 15 ευρώ