Η έννοια του πένθους όπως τη συζητά η ψυχανάλυση είναι πια κοινός τόπος: καλούμαστε κάθε στιγμή να απαρτιώσουμε απώλειες, αυτή είναι η διαδρομή μας, μια διαδικασία απωλειών επώδυνη και απελευθερωτική. Οι φωτιές στο Μάτι, οι τόσο πολλοί νεκροί, μας φέρνουν πάλι σε επαφή με ένα πένθος που έχει μεγάλο συλλογικό βάρος. Τριήμερο πένθος κήρυξε η κυβέρνηση, επιχειρώντας να εισαγάγει ένα τελετουργικό που θα εξισορροπούσε απουσίες και παραλείψεις. Κατά την κρίση της, το πένθος σήμαινε σιωπή.
Η μη ανάληψη έμπρακτης και εξατομικευμένης ευθύνης, η αποσιώπηση για μέρες του αριθμού των αγνοουμένων, η στέρηση δηλαδή στους χαμένους της ίδιας τους της ύπαρξης, η απόδοση των ευθυνών στα θύματα, δημιούργησαν μια σύγχυση όπου όλοι είμαστε ένοχοι και κανένας δεν θίγεται. Κρύβοντας την ατομική ευθύνη κάτω από τα φουστάνια της συλλογικής, ενώ ξέρουμε ότι ευθύνη σημαίνει μπαίνω στη θέση του άλλου, αναλαμβάνω τα λάθη και των άλλων. Η αρχαία τραγωδία είναι γεμάτη παραδείγματα διαγεναλογικής μετάδοσης της ενοχής, λόγω μη ανάληψης της ευθύνης. Ο φόβος, πρόγονος μιας ενοχής που δεν καταφέρνει να συγκροτηθεί από εκείνους που έχουν αναλάβει τη διαχείριση αυτής της χώρας, πέφτει πάνω μας και τον απορροφάμε. Η αδυναμία, τέλος, της κυβέρνησης να επιβάλει ένα στοιχειωδώς συνεκτικό αφήγημα για τα αίτια της τραγωδίας, οι αρνήσεις και οι διαψεύσεις, είναι σίγουρο ότι δεν διευκολύνουν τις διαδικασίες πένθους.
Πένθος δεν είναι η σιωπή και η κατάνυξη, πένθος είναι και να μιλάμε, να πολιτικολογούμε, να καταγγέλλουμε, να σκεφτόμαστε παρ’ όλο τον πόνο, λόγω του πόνου. Για να καταπιούμε την εμπειρία, να αγκαλιάσουμε το τραύμα, να το κρατήσουμε και να το λησμονήσουμε, να γίνει δικό μας, να γίνει ιστορία. Για να αντέξουμε και να επιζήσουμε. Αυτό το ξέρει ο καθένας, δεν έχουμε άλλο δρόμο, εκτός ίσως από την τέχνη. Η φωτιά, οι στάχτες, οι νεκροί, όταν δεν παγώνουν τη σκέψη φέρνουν φρικτούς συνειρμούς. Μαζί με την οργή και το αίσθημα της εγκατάλειψης μου έφεραν στον νου δύο όνειρα όπου η φωτιά πρωταγωνιστεί.
Καρτέσιος και Φρόιντ
Ο νεαρός Καρτέσιος το 1619 ονειρεύεται ένα δωμάτιο που φλέγεται. Ξυπνάει από το όνειρό του συγκλονισμένος: έχει την εντύπωση ότι η ζωή είναι ένα όνειρο στο οποίο η ύπαρξή μας πιστοποιείται μόνο μέσα από την κατά μέτωπο σχέση με τον εαυτό μας. Αυτή η αυτο-φώτιση θα κωδικοποιηθεί στον «Περί Μεθόδου Λόγο». Δεν μπορούμε να μη σκεφτούμε το «φλεγόμενο δωμάτιο» σαν μια αναπαράσταση των ενορμήσεων που καίνε, που φροντίζουν όμως και για τη σωματική μας ακεραιότητα και μας συνδέουν με τους άλλους.
Το άλλο όνειρο μας το διηγείται ο Φρόιντ, το 1900, στο 7ο κεφάλαιο της Ερμηνευτικής των ονείρων. Το ονομάζει «το όνειρο του παιδιού που καίγεται». Ενα όνειρο «μοντέλο» για τη θεωρία που τότε θεμελιώνει, σύμφωνα με την οποία το όνειρο είναι η πραγματοποίηση μιας ασυνείδητης και απωθημένης επιθυμίας. Ενα τρυφερό και πικρό όνειρο για τον άδικο θάνατο, τη λήθη, την ενοχή, την ψυχική επιβίωση, την πατρότητα. «Ενας πατέρας ξαγρυπνά μερόνυχτα στο προσκεφάλι του άρρωστου παιδιού του. Μετά τον θάνατο του παιδιού, το ίδιο βράδυ, πηγαίνει να ξεκουραστεί σε ένα διπλανό δωμάτιο αφήνοντας την πόρτα ανοικτή ώστε να βλέπει από το δωμάτιό του το νεκρό σώμα του παιδιού μέσα στο φέρετρο ενώ γύρω του είναι αναμμένα κεριά. Ενας γέροντας έχει αναλάβει την πένθιμη αγρύπνια. Είναι καθισμένος δίπλα στο νεκρό παιδί και μουρμουράει προσευχές. Επειτα από κάποιες ώρες ύπνου ο πατέρας ονειρεύεται ότι το παιδί του στέκεται όρθιο δίπλα στο κρεβάτι του, τον πιάνει από το μπράτσο και μουρμουράει κατηγορώντας τον «Πατέρα δεν βλέπεις ότι καίγομαι;». Ο πατέρας τότε ξυπνάει και αντιλαμβάνεται φως στο νεκρικό δωμάτιο, πλησιάζει, βλέπει τον γέροντα αποκοιμισμένο, και το σάβανο και το μπράτσο του μικρού νεκρού να φλέγονται από ένα κερί που έχει πέσει πάνω του.
Γιατί αυτός ο άνθρωπος πρέπει να δει αυτό το όνειρο; αναρωτιέται ο Φρόιντ. Ποιο είναι το σφάλμα του πατέρα; Οτι δεν μπόρεσε να φροντίσει όπως έπρεπε το νεκρό παιδί του; Οτι αποκοιμήθηκε και ονειρεύτηκε; Οτι ζει; Η ερμηνεία του Φρόιντ μακριά από κάθε ηθική κρίση δεν αναζητά τον ένοχο, σε αυτό το σημείο τον ενδιαφέρουν αποκλειστικά οι διαδικασίες του ονείρου. Το όνειρο ως βασιλική οδός για το ασυνείδητο του έχει μάθει ότι ένα γεγονός δεν είναι ποτέ η μοναδική αιτία του ονείρου. Ανάμεσα στο γεγονός και στο όνειρο παρεμβάλλεται το ψυχικό όργανο με όλες του τις διαστρωματώσεις.
Ερμηνεύει λοιπόν αυτό το σπαρακτικό όνειρο ως πραγματοποίηση της επιθυμίας του πατέρα να αναπαραστήσει το παιδί του ζωντανό ακόμα. Και στη συνέχεια μιας δεύτερης επιθυμίας, της επιθυμίας να συνεχίσει τον ύπνο του. Ομως στη διάρκεια του ύπνου του ένα κηροπήγιο πέφτει κάτω. Εκείνη τη στιγμή το σώμα του νεκρού γιου αρχίζει να φλέγεται, το φως πέφτει στα μάτια του πατέρα ο οποίος συμπεραίνει ότι το κερί έκαψε το παιδί. Αυτό όμως δεν τον ξυπνά. Το μετατρέπει σε ένα όνειρο που προδίδει την επιθυμία να επεκτείνει τη ζωή του παιδιού.
Η συνάντηση μέσω

του θανάτου

Ο πατέρας κοιμάται και αρνείται την πραγματικότητα, το φως της φλόγας, η πραγματικότητα, δεν τον ξυπνά. Τότε τι τον ξύπνησε; Τι μπορεί να μας ξυπνήσει; Τον ξύπνησε μια άλλη πραγματικότητα, η πραγματικότητα του ονείρου, η μομφή του γιου μέσα στο όνειρο: «Πατέρα δεν βλέπεις ότι καίγομαι;». «Δεν βλέπεις;», «Ξέχασες;». Μια επίκληση βιβλική θα λέγαμε. Δεν υπάρχει περισσότερη πραγματικότητα σε αυτό το μήνυμα του γιου προς τον πατέρα του, από την πραγματικότητα του πεσμένου κεριού; Οταν ο πατέρας ξυπνήσει θα δημιουργηθεί μια αφύπνιση της συνείδησής του και θα μπορέσει να επανέλθει στην πραγματικότητα. Η πραγματικότητα δεν είναι ότι το παιδί ζει ακόμα, αλλά ότι ο γιος πιάνει τον πατέρα του από το μπράτσο και του λέει: «Δεν βλέπεις ότι καίγομαι;». Αυτό που ξυπνάει τον πατέρα είναι η συνάντηση με τον γιο του, και με τον θάνατο. Η συνάντηση με τον θάνατο μέσω του παιδιού, και με το παιδί μέσω του θανάτου. Μια συνάντηση που μόνο σ’ ένα όνειρο, ως σχηματισμό του ασυνειδήτου, μπορούσε να γίνει. Μια συνάντηση με το αδύνατο.
Ποιο είναι ωστόσο το αίνιγμα που τίθεται για την ψυχανάλυση μέσα από αυτό το όνειρο; Σε σχέση με ό,τι παίζεται για τη ζωή και τον θάνατο πάνω στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι το ζητούμενο είναι να έχει ο αναλυτής την ικανότητα να ακούσει ότι μέσα στη φλόγα της μεταβίβασης ο αναλυόμενος μπορεί να υποφέρει από ένα αληθινό έγκαυμα. Και ποια μπορεί να είναι η απάντηση του Φρόιντ σε αυτό το κάλεσμα, σε αυτήν την απόγνωση, σε αυτές τις μομφές, λιγότερο ή περισσότερο βάσιμες; Θα είναι εκείνη ενός πατέρα –η μιας μητέρας αν ο Φρόιντ δέχεται να μπει σε αυτή τη θέση –που ακούει την αγωνία, που ξυπνάει, που την καταγράφει μέσα στην πυρκαγιά (ενορμητική, οιδιποδιακή ή πραγματική) και προσπαθεί να εξηγήσει τις ονειρικές διαδικασίες, να γράψει γι’ αυτές και να μας τις μεταδώσει.
Εξάλλου τελικός προορισμός του ονείρου είναι η έγερση, το ξύπνημα. Το όνειρο δεν είναι μόνο φύλακας-άγγελος του ύπνου, αν ήταν μόνο αυτό τότε θα χαιρετούσαμε διά παντός το όνειρο ως βασιλική οδό του ασυνειδήτου…
Είμαστε όλοι μέσα σε ένα όνειρο, διστακτικοί να ξυπνήσουμε παρότι οι αισθήσεις μας καταγράφουν τις φωτιές. Η φράση: «Πατέρα δεν βλέπεις ότι καίγομαι;» ως κάτι που απευθύνεται στον καθένα μας, μας συνδέει με τον απερίγραπτο χαρακτήρα της ανθρώπινης συνύπαρξης όπως την αντιλαμβανόμαστε μέσα από τα όνειρα και στην ποίηση και μας ξυπνάει, μας αφυπνίζει. Και η ευθύνη μας θα είναι πάντα ατομική.
Η Αριέλλα Ασερ είναι ψυχαναλύτρια, μέλος της ΕΨΕ