Πατρίδα χαμένη μετρώ τα βήματα που με παίρνουν μακριά σου. Μαζεύω το χώμα από τα παπούτσια μας, χώμα δικό σου, σκόνη από τη γη σου κουβαλώ στα λερωμένα ρούχα μου κι ο ήλιος σου καίει ακόμα τα μαλλιά μου κι εγώ παρακαλώ και φοβάμαι μην έρθει η νύχτα και σε κλείσει ζεστασιά μου.
Και τώρα πού… πατρίδα γλυκιά μου; Και τώρα ποιος μέσα από την μπούρκα θα δει τη μαύρη καρδιά μου που σπαράζει; Κι όλοι αυτοί που έμειναν πίσω, κάτω από τη γη, ή πάνω, ατενίζοντας έναν μαύρο ήλιο, βαδίζοντας στα συντρίμμια, πατώντας στα γκρεμισμένα σπίτια που άλλοτε έκρυβαν την ευτυχία τους; Ολοι αυτοί που ζουν ακόμα μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο του πολέμου, τον πιο σκληρό νόμο του αίματος;
Εχασα τα πάντα και περπατώ με απόγνωση και απελπισία σε έναν άγνωστο κόσμο, με σκεπάζει ένας άλλος ουρανός, με καίει ένας άλλος ήλιος, με φυσάει ένας άλλος αέρας, που ίσως έρχεται και από την πατρίδα μου, που ίσως μέσα σε αυτόν είναι και οι ανάσες των αγαπημένων μου, ίσως…
…Και η πείνα, κάνει καλύτερη δουλειά από ένα κοφτερό μαχαίρι. Εγώ όμως περπατώ μαζί σου, σε κρατώ όσο σφιχτά μπορώ και πονώ, άρα ζω… Μπορώ και φοβάμαι, άρα υπάρχω… Μπορώ να ελπίζω σε κάτι που δεν ξέρω τι είναι, ελπίζω όμως.
Κάποιοι άλλοι, μωρό μου, φοβισμένοι, κυνηγημένοι από τις βροντές του πολέμου, από το αίμα των αθώων επάνω τους, από τη σκληρότητα των κατακτητών, από τον βαθύ χωρίς έλεος πόνο, μπήκαν σε βάρκες, που πίστευαν πως είναι σωτήριες, πως θα έφταναν σε μια ήσυχη γη, ρακένδυτοι και πεινασμένοι, θα έφταναν όμως σε κάποιο λιμάνι. Ακολούθησαν τα βήματα της ελπίδας, αγκαλιάστηκαν με τους αγαπημένους και με τα αγγελούδια τους ραμμένα σχεδόν στο κορμί τους, στοιβάχτηκαν σε βάρκες, πληρωμένους υγρούς τάφους. Στο στόμα ενός καρχαρία χιλιάδες στοιβαγμένες ψυχές.
Δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν πιο πολύ από τον βέβαιο θάνατο στην πατρίδα τους. Ξεμάκραιναν λίγο λίγο από τη στεριά, αλλά και από τη ζωή. Βούτηξαν στο πέλαγος, θυσία στο βωμό της σαδιστικής αδιαφορίας για τη ζωή. Ετσι σφιχταγκαλιασμένοι βρέθηκαν στον βυθό για πάντα. Κι όταν τα χεράκια της μάνας άνοιξαν από τη δύναμη του θανάτου, έφυγε το μωρό της κι έτσι μοναχικός άγγελος γλυκός, αγνός, απαλλαγμένος κι ελαφρύς από πόνο και φόβο, έφτασε ντυμένος με τα μουσκεμένα ρουχαλάκια του και κοιμήθηκε για πάντα στην ακρογιαλιά όπου ονειρευόταν να παίξει με την άμμο και τα κοχύλια.
Εγώ όμως, μωρό μου, ήμουν τυχερή, δεν σε άφησα να παίξεις στην ακρογιαλιά. Διάλεξα τα καλύτερά μου, παπούτσια, είναι αμερικάνικα, μη φοβάσαι και σε σέρνω χωρίς έλεος σε ένα άγνωστο παρόν, σε ένα αβέβαιο μέλλον. Δεν πρόσεξα, άγγελέ μου, ότι έπεσε από τα χεράκια σου ο πάνινος άγγλος στρατιώτης σου, η δύναμη και η συντροφιά σου… είναι γιατί βιάζομαι να φτάσω εκεί που δεν ήθελα ποτέ. Αντεξε, καρδιά μου, άγγελε μου…
Τώρα παίζουμε ένα παιχνίδι για να δούμε ποιος θα καταφέρει να φτάσει πρώτος από όλες αυτές τις χιλιάδες των ανθρώπων που έφυγαν μαζί μας. Θα φτάσουμε σε έναν κόσμο με ονειρεμένα παιχνίδια, στρατιωτάκια πάνινα, ξύλινα, μολυβένια, κούνιες, τραμπάλες, πύργους με σκάλες, θα έχει λαχταριστά φαγητά, σοκολάτες, καραμέλες, χιλιάδες λιχουδιές. Κουράγιο, μωρό μου, κράτα με σφιχτά και θα βαδίζουμε μαζί για να φτάσουμε στη χαρά, στα τραγούδια, στα ατέλειωτα παιχνίδια. Μας απομένουν μόνο εξήντα χιλιόμετρα.
Είναι πολύ δύσκολο να διαβάσεις τη σκέψη των ανθρώπων μέσα από την κάμερα, ακόμα πιο δύσκολο όταν απουσιάζουν τα μάτια, τα φινιστρίνια της ψυχής, αλλά θα μπορούσε να είναι οι σκέψεις της σύρας μάνας. Η λήψη έγινε λίγο έξω από τον Μόλυβο, στη Μυτιλήνη, μερικά λεπτά μετά την έξοδο άλλης μιας μεταναστευτικής βάρκας. Σε μια ροή ανθρώπων, που εγκαταλείπουν τις πατρίδες τους, για να σώσουν τις οικογένειές τους και φτάνουν στον ασθμαίνοντα από την οικονομική κρίση Νότο της Ευρώπης, ως λίπασμα για την άνοδο τον ρατσιστικών κραυγών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Σε μια Ευρώπη αιώνιο χωνευτήρι πολιτισμών, αγκαλιά για κάθε κατατρεγμένο, αλλά τώρα αμφιταλαντεύεται, σε μια Ευρώπη η οποία θα πρέπει να καταλάβει ότι «κανένας δεν βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά» (Ουαρσάν Σάιρ).