Αν και απών, την επαύριον της μεγάλης πυρκαγιάς, ο συνήθως λαλίστατος και φιλικότατος με τις κάμερες δήμαρχος Μαραθώνα Ηλίας Ψινάκης είναι εκ των πρωταγωνιστών των ημερών. Ο ίδιος βέβαια δηλώνει παρών και αποδίδει τα περί απουσίας του σε fake news με ένα post (με πολλές αναφορές στα αγγλικά) που ανέβασε την Τετάρτη το βράδυ στο προσφιλές του μέσο κοινωνικής δικτύωσης, το Instagram. Με φωτογραφία αναμμένα κεράκια έγραψε μεταξύ άλλων: «Φίλοι μου, από το τελευταίο post, η ζωή μας χωρίστηκε στο πριν και το μετά της τραγωδίας της 23ης Ιουλίου (…) Σας ευχαριστώ που είστε δίπλα μου κάθε στιγμή και δεν πιστέψατε κουτσομπολιά, φήμες και fake news (…) Ευχαριστώ που δεν “ψαρώσατε” και δεν σας “ψαρέψανε” με hate farming (…) Και εσάς που παρά τις προσωπικές σας απώλειες και ζημιές ήρθατε να μας παρηγορήσετε και να δώσετε εσείς κουράγιο σε εμάς. Respect (…) Σας είμαι για πάντα υπόχρεος που σε αυτές τις τόσο δύσκολες ώρες αποδειχθήκατε αληθινοί φίλοι. Respect & Gratitude… Θα ξαναχτίσουμε, θα ξαναζήσουμε».

Παρότι, σε κάποια σημεία που δεν έχουν συμπεριληφθεί εδώ χάριν οικονομίας χώρου, ο δήμαρχος Μαραθώνα εκφράζει τη συντριβή του για την καταστροφή, είναι σαφές ότι με αυτό το κείμενο προσπαθεί να αποκαταστήσει τη σχέση του με το κοινό του. Ενα κοινό που εξαπλώνεται σε διάφορες κοινωνικές τάξεις και γειτονιές, που τον ανέδειξε, με την αόριστη στην Ελλάδα ιδιότητα του μάνατζερ, σε σταρ ανάλογου μεγέθους με αυτούς που μανατζάριζε, σε τηλεοπτική περσόνα και, στη συνέχεια, το 2010, σε πρώτο σε σταυρούς δημοτικό σύμβουλο Αθήνας με τον συνδυασμό του Νικήτα Κακλαμάνη και το 2014 σε δήμαρχο Μαραθώνα. Ασος στο παιχνίδι της επικοινωνίας, στο οποίο εδώ και 25 χρόνια έχει επιβάλει τους δικούς του όρους, είναι η πρώτη φορά που ο Ηλίας Ψινάκης τρώει γκολ. Από εξαγριωμένους κατοίκους της δημοτικής του περιφέρειας και με τη συντριπτική πλειοψηφία του Δημοτικού Συμβουλίου να τον καλεί σε παραίτηση.

Οσοι τον γνωρίζουν από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 τον θυμούνται σαν ένα από τα ωραιότερα αγόρια της Αθήνας. Τότε μόλις είχε κλείσει τα 20 αφού, παρά την αυτοσαρκαστική του στρατηγική να δηλώνει, εδώ και χρόνια, εβδομηντάχρονος, σήμερα δεν είναι μεγαλύτερος από 61 ετών. Εκείνη την εποχή, με διαβατήριο την εξωτερική του εμφάνιση, είχε «πρωταγωνιστήσει» σε κάποιες διαφημιστικές καμπάνιες. Οχι για τα χρήματα, αφού είχε οικονομική άνεση, ίσως ούτε και για την αναγνωρισιμότητα, μιας και ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στις αθηναϊκές παρέες. Τα βράδια ή μάλλον τα ξημερώματα, έπειτα από ξενύχτια στα κλαμπ της εποχής, γέμιζε τη βίντατζ Μερσεντές του με γνωστούς του και τους γύριζε στα σπίτια τους ακόμη και αν έπρεπε να κάνει τον γύρο της Αττικής. Ευπροσήγορος, με χιούμορ και καλή διάθεση, εξυπηρετικός και δοτικός, διαθέσιμος όταν κάποιος είχε ανάγκη, ήταν ανέκαθεν πολύ καλός φίλος. Και παρόλο που μπαινόβγαινε με τη χαρακτηριστική του άνεση σε διάφορους κύκλους και συντροφιές, κινούνταν πιο πολύ στον καλλιτεχνικό χώρο.

Η κομβική στιγμή στη ζωή του ήταν όταν γνώρισε τον Σάκη Ρουβά γύρω στο 1990. Εκτίμησε τη δυνατότητα εξέλιξης που είχε ο Ρουβάς περισσότερο απ’ όσο ο ίδιος ο τραγουδιστής. Και μόνταρε έναν σουπερστάρ χρησιμοποιώντας με τον κατάλληλο τρόπο και την κατάλληλη στιγμή τα μέσα της ελληνικής σόουμπιζ που τότε εξελισσόταν από οικιακή βιοτεχνία σε βαριά οικονομία. Επινόησε τον όρο «ρουβίτσες», έδωσε στο «παιδί από την Κέρκυρα» το λούστρο του διεθνούς σταρ και τον έφερε, το 2004, στην τρίτη θέση της Γιουροβίζιον. Το καλλιτεχνικό διαζύγιο ανάμεσά τους ήρθε τρία χρόνια μετά, αλλά ο Ψινάκης είχε ήδη κεφαλαιοποιήσει τη φήμη του. Οι συνεργασίες του με κάποιους καλλιτέχνες δεν έφτιαξαν τον «νέο Ρουβά», αλλά ο ίδιος ξεκίνησε καριέρα ως παρουσιαστής στην τηλεόραση. Πολύ πριν από το Instagram, είχε καθιερώσει την υπερέκθεση ακολουθώντας, ενστικτωδώς ή συνειδητά, μια αρχή που λέει πως όταν σβήσεις ο ίδιος την τιμή σου, δεν μπορεί κανείς να σε υποτιμήσει. Κι έτσι έκανε ακόμη και λίφτινγκ προσώπου σε ζωντανή σύνδεση. Το 2010 μπήκε στο Δημαρχείο της Αθήνας με τις πασμίνες του και τους όρους του. Δεν συμμορφώθηκε για τον καινούργιο του ρόλο ούτε εμφανισιακά ούτε λεκτικά μέχρι του σημείου να απευθυνθεί σε άλλον δημοτικό σύμβουλο λέγοντάς του «κάτσε κάτω, μωρή κουλή». Και με τους ίδιους όρους έφτασε να γίνει δήμαρχος Μαραθώνα.

Ο Ηλίας Ψινάκης ώρες ώρες έδινε την εντύπωση ότι αντιμετώπιζε τον ρόλο του ως δημάρχου όπως θα τον φανταζόταν αν επρόκειτο για σίριαλ του Netflix. Αλλωστε, από την αρχή είχε πει ότι ο Μαραθώνας είναι ένα πολύ δυνατό… brand. Και ως έτσι τον αντιμετώπισε. Πακετάροντας το «προϊόν» αλλά και τον εαυτό του σε γιορτές συνεργασίας με την Κίνα, επιδρομές on camera στις κατασκηνώσεις, φωτογραφίες απέραντης αγάπης με τη Ρένα Δούρου. Μόνο που στο σενάριο δεν είχαν προβλεφθεί καταστροφικές πυρκαγιές και ανθρώπινα θύματα. Και έτσι ο Ηλίας Ψινάκης βρέθηκε χωρίς ρόλο, ανήμπορος να διαχειριστεί την πραγματικότητα. Κρυπτόμενος για πρώτη φορά από τις κάμερες. Δηλώνοντας ότι έχει καεί το σπίτι του, ενώ μόνο οι φοίνικες της αυλής είχαν «αρπάξει». Και κάνοντας τους δημότες του να συνειδητοποιήσουν τι μπορεί να εγκυμονεί η ψήφος σε σελέμπριτι. Οπως το λέει ο Γιώργος Μπλάνας, σχολιάζοντας την απόφαση του δημάρχου Μαραθώνα να ακυρώσει την παράσταση «Αντιγόνη» σε μετάφραση δική του και σκηνοθεσία Αιμίλιου Χειλάκη, που επρόκειτο να γίνει στη Νέα Μάκρη, παρόλο που τα έσοδα θα πήγαιναν στους πυρόπληκτους, «η σύγκρουση ανάμεσα στην ιδιωτική επιθυμία και τη δημόσια πραγματικότητα».