Από την πρώτη στιγμή που ακούστηκε η πληροφορία επικράτησε το γνωστό «μούδιασμα» όπως κάθε φορά που ένας διάσημος, όπως μία ηθοποιός, συμπεριλαμβάνεται σε λίστα τραγωδίας. Αν γράψεις για τη δική της περιπέτεια σημαίνει ότι κάνεις διακρίσεις μεταξύ «ασήμων» και επωνύμων; Το γεγονός ότι προέρχεται από τον καλλιτεχνικό χώρο μήπως συνιστά ήδη κατάχρηση και πλεονασμό στην ειδησεογραφία των ημερών; Κι όμως, η ίδια η διαδρομή της Χρύσας Σπηλιώτη –χαμηλόφωνη και διακριτική –έδειχνε τον δρόμο. Είναι αξιοσημείωτο ότι στα social media και τις τηλεοράσεις δεν υπήρξαν οι αναμενόμενες σε άλλες περιπτώσεις εξάρσεις από συναδέλφους και φίλους της. Το όνομά της προστέθηκε στον αδυσώπητο κατάλογο του θανάτου ύστερα από την «κοινή» περιπλάνησή του στη λίστα των αγνοουμένων. Και η προσωπική της τραγωδία εξελίχθηκε δίπλα σε εκείνες των γειτόνων της και των παιδιών της περιοχής.

Από μια διαστροφή της τύχης, τα παιδιά ήταν ένας από τους πολυτιμότερους σταθμούς στην επαγγελματική και συγγραφική της καριέρα. Οσοι έχουν αναμνήσεις από την πρωινή ζώνη της κρατικής τηλεόρασης θα έχουν ήδη ανακαλέσει την εικόνα της όταν παρουσίαζε –και έγραφε τα κείμενα –το τηλεοπτικό νηπιαγωγείο «Γύρω γύρω όλοι» στην ΕΡΤ1, σε σκηνοθεσία Μάχης Λιδωρικιώτη. Η Σπηλιώτη εμφανιζόταν στον ρόλο μιας «εμψυχώτριας» δίπλα σε παιδιά, τα οποία έπαιζαν και τραγουδούσαν μαζί της (τη μουσική υπέγραφε ο Γιάννης Ζουγανέλης και τους στίχους των τραγουδιών ο Θοδωρής Γκόνης). Εγραψε επίσης και παρουσίασε την παιδική σειρά «Μπουρμπουλήθρες», το παιδικό θεατρικό έργο «Στη Χώρα του Καρνάβαλου», παραμύθια για τη ραδιοφωνική σειρά του 2ου προγράμματος της ΕΡΤ «Και όνειρα γλυκά» και τη ραδιοφωνική σειρά «Χίλιες νύχτες και ένας Νασρεντίν», που παρουσιαζόταν επί τρία χρόνια από την ελληνική ραδιοφωνία. Στο «Φώτα παρακαλώ», επίσης της ΕΤ1, υποδυόταν τον Σένικο έχοντας στο πλευρό της την Αννέτα Παπαθανασίου ως Πάλκο. Δύο κλοσάρ που μπλέκουν σε περιπέτειες της καθημερινότητας, ονειρεύονται περιοδείες στο εξωτερικό, δεν έχουν να φάνε, κάνουν παντομίμα με τις πάπιες του Εθνικού Κήπου. Η Αννέτα Παπαθανασίου ήταν και η ηθοποιός που γνωστοποίησε τον θάνατο της φίλης της και εκφώνησε τον επικήδειο στην κλειστή τελετή που πραγματοποιήθηκε σε οικογενειακό κύκλο: «Γελάγαμε πολύ. Αχ Χρύσα μου, πέρασες πολλά και δύσκολα, αλλά όταν με έπαιρνες τηλέφωνο για να τα πούμε, πάντα στο τέλος γελάγαμε με τα προβλήματά μας και λέγαμε ότι αφού είμαστε καλά αυτό έχει σημασία. Και τώρα, γλυκιά μου, δεν είμαστε καλά…». Τίτλους τέλους έβαλε η Αλίκη Τουρναβίτη, κόρη του συζύγου της, του μουσικού και πρώην πρωταθλητή του Παναθηναϊκού στο μοντέρνο πένταθλο Δημήτρη Τουρναβίτη, η σορός του οποίου ταυτοποιήθηκε στις 27 Ιουλίου.

Η παιδαγωγική πείρα της Χρύσας Σπηλιώτη, που γεννήθηκε στη Φιλοθέη, αλλά έζησε και κάποια χρόνια στην Εύβοια, είχε ξεκινήσει από την εποχή που δίδασκε θεατρικό παιχνίδι σε νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία της Αττικής. Μοιάζει πλέον παράδοξο, αλλά η πιο δυνατή ανάμνησή της από τα παιδικά χρόνια, όπως είχε εξομολογηθεί η ίδια (στη Νάνσυ Μητροπούλου του bovary.gr), ήταν ο τρόμος που έζησε μια ημέρα στο νηπιαγωγείο: «Μας φορούσαν μια πετσετούλα οι δασκάλες μας για να τρώμε το δεκατιανό μας κι εμένα μου έσπασε το κορδονάκι της πετσετούλας. Νόμιζα πως θα θυμώσει πολύ η δασκάλα για το έγκλημα που έκανα… Με διαβεβαίωναν όλοι μαζί πως δεν θα μου έκαναν κανένα κακό. Με έπιασε χειρότερος πανικός ότι θα με σκοτώσουν όλοι μαζί κι έκλαιγα, φώναζα βοήθεια και δεν κατέβαινα με τίποτα από το σχολικό…».

Η Σπηλιώτη ήταν απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, ενώ στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα αυτοσχεδιασμού στη Γαλλία. Υπήρξε από τα βασικά στελέχη του Ανοιχτού Θεάτρου του Γιώργου Μιχαηλίδη όπως και του Θεάτρου της Ανοιξης, ενώ τα τρία τελευταία χρόνια ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος ως εκπρόσωπος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Γι’ αυτό και η αποψινή επιδαύρια παράσταση του «Ορέστη», σε σκηνοθεσία Γιάννη Αναστασάκη, είναι αφιερωμένη στη μνήμη της (όπως άλλωστε ήταν και οι παραστάσεις των «Θεσμοφοριαζουσών» σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, σκηνοθέτη με τον οποίο είχε συνεργαστεί αρκετές φορές).

Στο θέατρο είχε συνεργαστεί με γνωστούς σκηνοθέτες όπως οι Μίνως Βολανάκης, Γιώργος Σεβαστίκογλου, αλλά και με το Θέατρο του Νότου, το Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας, το Εθνικό Θέατρο (κυρία Ελβστεντ στην «Εντα Γκάμπλερ» του Ιψεν, σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη) και την Ελεύθερη Σκηνή. Στην ιδιωτική τηλεόραση πρωτοεμφανίστηκε το 1997 στη σειρά «Καρέ της ντάμας» του Mega (σκηνοθεσία Γρηγόρη Πετρινιώτη). Παράλληλα, είχε διδάξει υποκριτική στη δραματική σχολή του Διομήδη Φωτιάδη και είχε διατελέσει μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου.

Την ίδια χρονιά ξεκίνησε να γράφει θεατρικά κείμενα και παιδικά βιβλία, ανάμεσά τους τα «Ποιος ανακάλυψε την Αμερική;» (Δωδώνη, 2003 και Σοκόλη, 2009), που έχει μεταφραστεί σε επτά γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, πολωνικά, κροατικά, ολλανδικά, πορτογαλικά), «Φωτιά και νερό» (Σοκόλη, 2007), «Ποιος κοιμάται απόψε;» (Σοκόλη, 2012). Στη συλλογή διηγηματών της «Χαμένο δίκιο» (Κέρδος, 2008) γράφει για μια Ελλάδα που θέλει να αφήσει πίσω της τις παθογένειες και τις κακοδαιμονίες. «Δεν επιθυμεί σώνει και καλά να προκαλέσει. Τολμάει ακόμη –διότι περί τόλμης πρόκειται πλέον –να εκθέσει την τρυφερότητά της, δίχως να φοβάται μήπως την εκλάβουν ως γλυκερή» έγραφε στην κριτική του ο Πέτρος Τατσόπουλος για το «Βιβλιοδρόμιο» των «ΝΕΩΝ» (9/8/2008). Τη χαρακτήριζε μάλιστα «χαμηλότονη» χρησιμοποιώντας την ίδια λέξη που πέρασε στο στόμα όλων, συγγενών, φίλων και αγνώστων όταν έμαθαν τον πρόσφατο θάνατό της μέσα στην εθνική τραγωδία της Ανατολικής Αττικής. Είναι ήδη αργά, αλλά είναι και σπάνια τιμή όταν σε αποχαιρετούν μ’ αυτόν τον τρόπο οι φίλοι.