Η κλιματική αλλαγή κάνει πιο ευάλωτες τις πόλεις και αυτός είναι ο λόγος που οι ειδικοί έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πλέον χρειάζονται διακριτές λύσεις για κάθε πόλη (συχνά και για κάθε περιοχή) ξεχωριστά. Η… εξίσωση έχει ως εξής: οι πόλεις συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή μέσω των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, η κλιματική αλλαγή εμπεριέχει κινδύνους για ακραία καιρικά φαινόμενα (όπως είναι για παράδειγμα οι καύσωνες) που μπορεί να πλήξουν το αστικό περιβάλλον κι αυτό μεταφράζεται σε ισχυρότερες και πιο έντονες πυρκαγιές το καλοκαίρι και περισσότερες πλημμύρες τον χειμώνα.
Το πρόβλημα έχει ήδη εμφανιστεί και σε άλλες χώρες. Σε Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Πολωνία, Βρετανία έχει ήδη σημάνει συναγερμός για τις ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες. Σήμερα, σύμφωνα με τους μετεωρολόγους δεν αποκλείεται στην Ιβηρική ο υδράργυρος να πλησιάσει τους 50 βαθμούς Κελσίου. Αν συμβεί, τότε η Αθήνα (Ελευσίνα, Τατόι) χάνει το πανευρωπαϊκό ρεκόρ των 48 βαθμών Κελσίου που κρατάει από τις 10 Ιουλίου 1977.
Η ενεργειακή κατανάλωση
Το πώς οργανώνεται και αναπτύσσεται μια πόλη επηρεάζει λοιπόν την κατανάλωση ενέργειας και κατά συνέπεια την παραγωγή θερμότητας και αερίων του θερμοκηπίου. Συμπέρασμα; Οι άνθρωποι με χαμηλά εισοδήματα είναι τα πρώτα θύματα της κλιματικής αλλαγής. Γιατί; Επειδή τα ελληνικά νοικοκυριά (μελέτη Τραπέζης της Ελλάδος, Ιούνιος 2011) παρουσιάζουν –με κλιματική αναγωγή –τη μεγαλύτερη ενεργειακή κατανάλωση στην Ευρώπη, περίπου 30% μεγαλύτερη από την Ισπανία και περίπου διπλάσια από την Πορτογαλία. Επίσης η ενεργειακή κατανάλωση είναι σημαντικά μεγαλύτερη και από τις σκανδιναβικές χώρες…
Και όταν τα σπίτια δεν ενσωματώνουν κανένα σύστημα θερμοκρασίας (όπως είναι για παράδειγμα η μόνωση και τα διπλά υαλοστάσια), οι ένοικοι καταβάλλουν περισσότερα χρήματα για ψύξη το καλοκαίρι και για ζέστη τον χειμώνα. Οσο πιο παλιό είναι το κτίριο τόσο περισσότερο ευπαθές είναι σε υψηλές θερμοκρασίες. Σύμφωνα με τη μελέτη της Τραπέζης της Ελλάδος, σχεδόν το 65% των κτιρίων που διαθέτει η χώρα είναι κατασκευασμένα πριν από το 1980. Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Αθηνών (Μάνθος Σανταμούρης, Κώστας Καρτάλης, 2014), μετρήσεις της εσωτερικής θερμοκρασίας σε 60 κατοικίες χαμηλού εισοδήματος χωρίς μόνωση, δίπλα τζάμια και κλιματισμό που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2007 έδειξαν ότι για το 50% του διαστήματος η εσωτερική θερμοκρασία ήταν άνω των 34 βαθμών Κελσίου, ενώ η θερμοκρασία έφτανε μέχρι τους 42 βαθμούς Κελσίου. Στο τέλος κάθε καύσωνα (ύστερα από μετρήσεις 145 ωρών άνω των 34 βαθμών) η εσωτερική θερμοκρασία έφτανε γύρω στους 38 βαθμούς Κελσίου (!).
Ζωντανός οργανισµός
Στην νέα κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών –και διευθυντής του Τομέα Φυσικής Περιβάλλοντος –Κώστας Καρτάλης υποστηρίζει ότι η πόλη δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μόνο ως ένα σύμπλεγμα κτιρίων αλλά ως ένας ζωντανός οργανισμός. Οπως λέει, χρειάζεται μια νέα ματιά στον αστικό – περιβαλλοντικό σχεδιασμό, να αναδειχθεί όλος ο προβληματισμός που προκαλεί το κέντρο της Αθήνας (επιδείνωση θερμικού περιβάλλοντος) ενώ κρίνονται, μεταξύ άλλων, απαραίτητες οι διάσπαρτες πράσινες παρεμβάσεις για τη βελτίωση του μικροκλίματος της πόλης (!).
Οι τάσεις αστικοποίησης παγκοσμίως αυξάνονται. Για την Ελλάδα η πρόβλεψη είναι ότι το 2020 περίπου το 65% του πληθυσμού θα ζει σε αστικές περιοχές. Αυτό σημαίνει αλλαγή στις χρήσεις γης (όπως για παράδειγμα συρρίκνωση δασών, μείωση ελεύθερων χώρων και αγροτικής γης). Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως το διάστημα 1988 έως 2007 η κάλυψη των αστικών και περιαστικών περιοχών αυξήθηκε κατά 28,77%. Η επέκταση της πόλης προς τα βορειοανατολικά και δυτικά προάστια αυξήθηκε εις βάρος του Κέντρου που εμφανίζει –σε πολλά σημεία –χαρακτηριστικά γκέτο. Πλέον, σημαντική προτεραιότητα είναι η προστασία της πεδιάδας των Μεσογείων με την ανάσχεση της επέκτασης της πόλης προς το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Οπως επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο Κώστας Καρτάλης: «Στην ερευνητική μου ομάδα (ή στο πλαίσιο των συνεργασιών όπως με τον καθηγητή Μάνθο Σανταμούρη στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ ή με τη διαΝΕΟσις, με την οποία πρόσφατα επεξεργαστήκαμε τη σχέση της κλιματικής αλλαγής με το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας) προσεγγίζουμε την πόλη ως ζωντανό οργανισμό. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος χρειάζονται διακριτές λύσεις για κάθε πόλη, συχνά δε και για κάθε περιοχή χωριστά, αντί δηλαδή μιας λύσης “φασόν” που εφαρμόζεται παντού και αδιακρίτως». Και συμπληρώνει: «Για παράδειγμα εμείς κατανέμουμε την Αθήνα ως ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα με αστικές κλιματικές ζώνες. Τα μέτρα για κάθε περιοχή είναι ανάλογα σε τι είδους κλιματική ζώνη εντάσσεται η κάθε αστική ενότητα. Αλλα πρέπει να είναι τα μέτρα για το Περιστέρι κι άλλα για τη Γλυφάδα».
Θεσµική κατοχύρωση
Για την προσαρμογή των αστικών περιοχών στην κλιματική αλλαγή, οι ειδικοί προτείνουν μεταξύ άλλων αύξηση της ευελιξίας των Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων (ΓΠΣ) / Σχεδίων Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοιχτής Πόλης (ΣΧΟΟΑΠ) κατά τον προσδιορισμό ζωνών, χρήσεων γης και δικτύων τεχνικής υποδομής ώστε να λαμβάνουν υπόψη τους τη διάσταση της κλιματικής αλλαγής. Και θεσμική κατοχύρωση της δυνατότητας για ενιαία σύνταξη ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ σε όμορους δήμους με έντονη αλληλεξάρτηση ως προς τα έργα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Επιπλέον, σε επίπεδο ευρύτερων πολεοδομικών συγκροτημάτων (για παράδειγμα Αθήνα, Θεσσαλονίκη) κρίνεται αναγκαία η μετάβαση σε μητροπολιτική διοίκηση ώστε τα σχέδια προσαρμογής να καταρτίζονται και να εφαρμόζονται κατά ενιαίο τρόπο. Παράλληλα, συμβουλεύουν ότι η αξιολόγηση των αιτήσεων για ενεργειακή αναβάθμιση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και την κατάσταση του θερμικού περιβάλλοντος στην περιοχή κατοικίας. Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, όπως λένε, αφού έχει διαπιστωθεί πως πάνω από το 70% των κτιρίων στα όρια του Δήμου Αθηναίων είναι παλιά, μια και κατασκευάστηκαν πριν από το 1980.