«Eμείς οι δυο πάμε πακέτο, δεν θα χωρίσουμε ποτέ, εμείς οι δυο πάμε πακέτο, κατάλαβέ το» λέει το τραγούδι της Λίτσας Διαμάντη, που λες και γράφτηκε για δαύτους…

Ο Δημήτρης Πρίφτης και ο Βασίλης Σίμτσακ πάνε πακέτο εδώ και δέκα χρόνια: από τη σεζόν 2007-08, όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά στην ΑΕΚ, ο μεν ως ασίσταντ κόουτς του Αγγελου Κορωνιού και του Βαγγέλη Αγγέλου, ο δε ως ένας παίκτης που προερχόταν από τον Σπόρτιγκ και καθόταν στα βάθη του πάγκου!

Στη λήξη εκείνης της σεζόν οι δρόμοι τους χώρισαν κι ενώ ο Πρίφτης παρέμεινε στην ΑΕΚ, ο Σίμτσακ ανηφόρισε προς τα βόρεια, πρώτα στον ΠΑΟΚ και ύστερα στα Τρίκαλα, αλλά το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον: ξανασυναντήθηκαν στην Καβάλα (2010-12), στον Ικαρο Καλλιθέας (2012-13), στον Αρη (2014-17) και τώρα με το που ο «Sim the dream» (όπως τον λένε οι φίλοι του) πήρε την απόφαση να αποσυρθεί από την ενεργό δράση, στρατολογήθηκε από τον μέντορά του, ως συνεργάτης του, στον πάγκο της Ούνιξ Καζάν.

Αυτό είναι που λένε (όχι από, αλλά) στη Ρωσία με αγάπη!

Ιδού λοιπόν ένας έρωτας μεγάλος! Ενας κεραυνοβόλος έρωτας. «Καταλάβαμε από την πρώτη ματιά ότι υπήρχε η σωστή χημεία ανάμεσά μας. Εγώ έκανα πάντοτε αγόγγυστα όποια δουλειά μου ανέθετε ο κόουτς και από τη στιγμή που ταίριαξαν τα χνώτα και το σκεπτικό μας για το μπάσκετ, τον ακολουθώ παντού με κλειστά μάτια» τονίζει ο 37χρονος σέντερ, ο οποίος αποσύρθηκε ως πρωταθλητής της Α2 με το Περιστέρι.

Ο γεννημένος στην Αθήνα από πολωνό πατέρα και ελληνίδα μητέρα, Σίμτσακ, πέταξε τη σκούφια του μόλις βάρεσαν τα τέλια από την πρωτεύουσα των Τατάρων. «Η ιδέα να γίνω προπονητής βρισκόταν από καιρό στο μυαλό μου και η συγκυρία είναι ιδανική» σχολιάζει ο Σίμτσακ, ο οποίος θα αποτελέσει το τρίτο μέλος της ελληνικής παροικίας του Καζάν μετά τον Δημήτρη Πρίφτη και τον φυσικοθεραπευτή Χάρη Γλάρο, αντικαθιστώντας τον πρώην ασίσταντ κόουτς Βαγγέλη Σπυρίδη.

Ο Σίμτσακ είναι ο πιστικός του Πρίφτη. Θεωρείται το μπασκετικό ψυχοπαίδι του, αλλά ώς εδώ και μη παρέκει! «Δεν είμαστε κολλητοί, δεν μιλάμε συχνά στο τηλέφωνο, δεν πάμε για καφέ ή για φαγητό, ούτε έχουμε μεγάλη οικειότητα» διευκρινίζει ο πενηντάχρονος προπονητής.

«Συναντηθήκαμε το 2007 στην ΑΕΚ και τότε γνώρισα έναν παίκτη που αγωνιζόταν ελάχιστα, αλλά είχε ενδιαφέρον ως άνθρωπος λόγω του εσωτερικού κόσμου του. Ο Βασίλης μεγάλωσε με τη μητέρα και τον παππού του, έχει μια πονεμένη οικογενειακή ιστορία και εκείνη την εποχή ένιωθε την ανάγκη να ακουμπήσει κάπου».

Ο Πρίφτης του πρόσφερε ένα τέτοιο έρεισμα, αλλά τον χαντάκωσε κιόλας όταν συναντήθηκαν ξανά στην Καβάλα. «Στην τρίτη αγωνιστική αντιμετωπίζαμε εντός έδρας τον Κολοσσό κι ενώ παραπονιόταν ότι πονούσε στο πόδι, εγώ τον πίεσα να παίξει κάνοντας ένεση και στη διάρκεια του ματς έπαθε ρήξη αχιλλείου τένοντα. Ενιωθα τύψεις συνειδήσεως και γι’ αυτό κιόλας τον κράτησα στην ομάδα και την επόμενη σεζόν».

Αλτρουιστής

Τι εκτιμά ο Πρίφτης στον Σίμτσακ; «Πολλά πράγματα, που άλλα φαίνονται διά γυμνού οφθαλμού κι άλλα αναδεικνύονται στην καθημερινότητα μιας ομάδας. Ως παίκτης ήταν αλτρουιστής, είχε στοχοπροσήλωση, έκανε αδιαμαρτύρητα όλες τις βρώμικες δουλειές και διαθέτει μια αρετή που θα του φανεί πολύ χρήσιμη στην προπονητική καριέρα του: την αίσθηση του παιχνιδιού. Ο Σίμτσακ, ο Βασίλης Ξανθόπουλος και ο Χριστόφορος Στεφανίδης είναι τρεις παίκτες στους οποίους πάντοτε απευθυνόμουν στη διάρκεια ενός αγώνα για να ζητήσω τη γνώμη τους για τα δρώμενα και τις κινήσεις που έπρεπε να κάνω. Μάλιστα αρκετές φορές που του έδινα εντολή να αντικαταστήσει κάποιον παίκτη, γύριζε και μου έλεγε “με βάζεις λίγο αργότερα, δώσ’ του ακόμη μια-δυο ευκαιρίες”!».

Στο πρόσωπο του Σίμτσακ ο Πρίφτης βλέπει «έναν συνεργάτη που όλοι οι προπονητές οι οποίοι δεν έπαιξαν μπάσκετ περιωπής ευχόμαστε να βρούμε»! Τι εννοεί; «Στα τρία χρόνια που βρεθήκαμε στον Αρη κατάλαβα ότι ωρίμασε πολύ και θα μπορούσε να κάνει καριέρα στους πάγκους. Τώρα στην Ούνιξ Καζάν ένιωσα ότι μου λείπει ένας ασίσταντ τύπου Σάββα Καμπερίδη, δηλαδή κάποιος που να έχει περάσει πολλά χρόνια μέσα στο γήπεδο και να διαθέτει αίσθηση του παιχνιδιού. Προπονητές της γενιάς μου, όπως ο Ιτούδης, ο Σφαιρόπουλος και εγώ, που γίναμε απευθείας προπονητές, έχουμε ανάγκη από συνεργάτες όπως ο Μίντλετον, ο Τόμιτς και ο Σίμτσακ».