Το σχεδόν λιωμένο από τη φωτιά αυτοκίνητο (με την πόρτα του οδηγού ανοιχτή) στην οδό Ειρήνης, κοντά στο οικόπεδο όπου βρήκαν τραγικό θάνατο 26 άνθρωποι, είναι μία από τις συγκλονιστικές εικόνες που εξακολουθούν να μαρτυρούν τις στιγμές αγωνίας, θρήνου και πόνου στο Μάτι, δύο εβδομάδες μετά την πύρινη κόλαση στην Ανατολική Αττική. Στην Αργυρά Ακτή φίλοι και συγγενείς ανθρώπων που χάθηκαν στην πυρκαγιά αφήνουν λουλούδια, κεριά, σημειώματα και προσωπικά αντικείμενα: ένα ζευγάρι γυαλιών ηλίου, ένα στιλό, ένα λούτρινο αρκουδάκι… Στην ίδια περιοχή στέκει από προχθές και το πανό που τοποθέτησαν κάτοικοι με το μήνυμα: «Ούτε συγγνώμη ούτε ντροπή, στις στάχτες φωνάζουν οι νεκροί».

Στις κολόνες του οικισμού παραμένουν κολλημένα κηδειόχαρτα, χειρόγραφες εκκλήσεις για χαμένα κατοικίδια και ανακοινώσεις για τα σημεία διανομής φαγητού, φαρμάκων ή ρουχισμού. Οχήματα της Πυροσβεστικής και του ΔΕΔΔΗΕ οργώνουν τους δρόμους και οι κάτοικοι συμμαζεύουν, όπως μπορούν, τις λεηλατημένες από τις φλόγες αυλές και τα μπαλκόνια τους. Στο διαλυμένο Μάτι παραμένουν επίσης ομάδες εθελοντών. «Με το λεωφορείο από τον Ταύρο ήρθα μαζί με πάνω από 50 συμπατριώτες μου για να καθαρίσουμε τους δρόμους από τα αποκαΐδια» λέει στα «ΝΕΑ» ο Ινδός Χαρβέραντ Σιντ, κρατώντας μια σακούλα γεμάτη καμένα κλαδιά δέντρων και κουκουνάρια, στην οδό Αχιλλέως. «Πήραμε τσουγκράνες και σκούπες και χωριστήκαμε σε ομάδες για να προλάβουμε να καθαρίσουμε περισσότερες γειτονιές. Καλό είναι να μη βλέπουν άλλο τη μαυρίλα γύρω τους οι άνθρωποι» προσθέτει ο ίδιος.

Ολόκληρες γειτονιές μοιάζουν απόκοσμες, με ολοσχερώς κατεστραμμένα σπίτια. Κάποιες είναι έρημες (δεν έχει απομείνει τίποτα για να σωθεί) και άλλες παλεύουν να επιστρέψουν στη ζωή. «Αχ, λουλούδια. Ολοζώντανα!» λέει μια γυναίκα στη φίλη της και χαμογελούν και οι δύο, περνώντας μπροστά από ένα μεγάλο κυκλικό παρτέρι γεμάτο κίτρινα και κόκκινα άνθη και βασιλικούς. Είναι η αυλή της μισοκατεστραμμένης καφετέριας στην κεντρική οδό Κυανής Ακτής – ίσως το μοναδικό σημείο του οικισμού με λίγο χρώμα.

Στο Κόκκινο Λιμανάκι. Στην παραλία Κόκκινο Λιμανάκι «βρέχει» στάχτες με το παραμικρό αεράκι. Καμένα κουκουνάρια και ξερόκλαδα εξακολουθούν να πέφτουν από τον λόφο πάνω στην αμμουδιά, μαυρίζοντάς την κατά τόπους, ενώ δεν υπάρχει πια ούτε ίχνος από το πράσινο που κυριαρχούσε ως φόντο σε όλο τον κόλπο μέχρι το απόγευμα της 23ης Ιουλίου. Μόνο η εικόνα του ναυαγοσώστη στον πύργο του θυμίζει στη συγκεκριμένη παραλία της Ραφήνας κάτι από το «πριν» από την εθνική τραγωδία.

«Μία μέρα πριν από τη φωτιά, Κυριακή, μετρούσαμε 200 ομπρέλες» λέει στα «ΝΕΑ» ο ναυαγοσώστης Αποστόλης Πετρόπουλος, καθώς ρίχνει τακτικά το βλέμμα του στους δύο άνδρες που κολυμπούν στα ρηχά. Λίγα μέτρα μακριά, δύο ηλικιωμένοι οι οποίοι φορούν τα μαγιό τους στέκονται για ώρα όρθιοι και αμίλητοι, απλώς κοιτάζοντας τη θάλασσα, σαν να μην είναι σίγουροι ότι θέλουν να μπουν στο νερό. «Φαίνεται πάντως πως κάποιοι επιστρέφουν σταδιακά στην καθημερινότητά τους. Τις τελευταίες μέρες άρχισε να έρχεται ξανά κόσμος εδώ. Αλλά μη φανταστείτε πολυκοσμία. Πέντε – έξι είναι όλοι κι όλοι» προσθέτει ο νεαρός ναυαγοσώστης της εταιρείας Action Club, η οποία λίγες ώρες μετά την πύρινη κόλαση είχε συμβάλει στις επιχειρήσεις διάσωσης επιζώντων αλλά και ανεύρεσης σορών με τα σκάφη της.

Η νέα μάχη με τη γραφειοκρατία

Οικογένειες που ξυπνούν μέσα στις στάχτες ή φιλοξενούνται σε σπίτια συγγενών, αλλά επιστρέφουν κάθε πρωί στα κατεστραμμένα σπίτια τους, παλεύοντας πλέον με τη γραφειοκρατία και έχοντας την αγωνία να σταθούν ξανά στα πόδια τους κατέγραψαν «ΤΑ ΝΕΑ» στον οικισμό Μάτι που ισοπεδώθηκε από τη φονική πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου και στον Νέο Βουτζά, από τον οποίο οι φλόγες κατέβηκαν και πέρασαν τη Λεωφόρο Μαραθώνος. Πυρόπληκτοι καταγγέλλουν ότι το ύψος της οικονομικής βοήθειας δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους και άλλοι διαπιστώνουν γραφειοκρατία στις εμπλεκόμενες υπηρεσίες με αποτέλεσμα να προκαλείται, όπως τονίζουν, επιπλέον αναστάτωση και αναμονή.

«Δεν έχουμε λεφτά ούτε για να βγει η μέρα. Πώς θα ζήσουμε; Με δανεικά είμαστε, φιλοξενούμενοι σε άλλες περιοχές. Κάηκαν τα ρούχα μας, χάσαμε όλο το σπιτικό μας. Τώρα έχουμε τεράστια ανάγκη τα χρήματα. Πότε σκέφτονται να τα δώσουν;» λέει ο Νικολί Τζοβαλίν, ο οποίος έζησε τον πύρινο εφιάλτη, ωστόσο ο ίδιος, η σύζυγός του και τα παιδιά τους κατάφεραν να απομακρυνθούν έγκαιρα. Ο αλβανικής καταγωγής πατέρας δύο ανήλικων κοριτσιών είδε το σπίτι του στον Νέο Βουτζά να τυλίγεται στις φλόγες: «Πέρασαν δύο εβδομάδες και πλέον δεν είχα άλλη επιλογή, βγήκα στο μεροκάματο. Αφησα το σπίτι όπως είναι και τώρα κόβω δέντρα και κάνω ό,τι άλλο μπορώ για να φροντίσω την οικογένειά μου, που είναι ακόμα τρομαγμένη με όσα είδαμε».

Η πύρινη λαίλαπα σάρωσε σχεδόν όλο το σπίτι και του Στέλιου Σταμπούρλου στο Μάτι: «Κλιμάκιο μηχανικών του υπουργείου Υποδομών έχει κάνει την αυτοψία, αλλά τώρα είμαι στο περίμενε για την Πυροσβεστική. Πρέπει να έρθουν για την καταγραφή στις οικοσκευές, δεν έγιναν μαζί οι έλεγχοι. Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση παραμένει δύσκολη γιατί στη γειτονιά δεν έχει επανέλθει ούτε το ρεύμα». Ο ίδιος, πατέρας δύο ανήλικων κοριτσιών, αγωνιά για το πότε αλλά και το εάν θα καταβληθούν οι αποζημιώσεις σε όλους τους πυρόπληκτους: «Στην αίτησή του κάθε πυρόπληκτος πρέπει να γράψει εάν το κτίσμα έχει οικοδομική άδεια. Υπάρχει ξεχωριστό πεδίο στο έγγραφο, δεν γνωρίζω γιατί το έχουν εντάξει. Πάντως εδώ τα περισσότερα σπίτια είναι πολύ παλιά, προ του νόμου Τρίτση».

Η οικονομική ενίσχυση. Και ενώ αρκετοί κάτοικοι ζητούν επίσπευση των διαδικασιών, όπως ταυτόχρονες αυτοψίες των εμπλεκόμενων υπηρεσιών στις «πληγωμένες» κατοικίες, ώστε να μη χάνεται χρόνος, αρκετοί χαρακτηρίζουν μικρή την οικονομική ενίσχυση. «Τι να πρωτοφτιάξουμε; Ισοπεδώθηκαν όλα. Περιμένουμε να ολοκληρωθούν όλες οι διαδικασίες για να αρχίσουμε ακόμα και τις μικροεπισκευές. Μόνο τις αυλές μάς επιτρέπουν να συμμαζεύουμε» λέει ο κ. Γιάννης, κάτοικος του οικισμού επί της οδού Κύπρου, ενώ στην αναμονή βρίσκεται και ο γείτονάς του Παναγιώτης Ράμφος. Εξω από το καμένο σπίτι του υπάρχει ένα σημείωμα: «Μένω μέσα». Οπως εξηγεί ο ίδιος: «Μόνο μία αποθήκη γλίτωσε. Το υπόλοιπο σπίτι κάηκε. Δεν έχω άλλη κατοικία όμως, γι’ αυτό παραμένω εδώ με την 80χρονη μητέρα μου. Ζήσαμε την κόλαση, κοντέψαμε να καούμε ζωντανοί, χάσαμε φίλους. Δεν μας σώζουν τα 5.000 – 6.000 ευρώ». Ο ίδιος, φυσικοθεραπευτής, βοήθησε δύο γείτονές τους να απεγκλωβιστούν από τις φλόγες το απόγευμα της 23ης Ιούλιου: «Αρπαξα τη μητέρα μου, ένα μπουκάλι νερό και μπήκαμε στο αμάξι. Δύο δρόμους παραπέρα μένουν ένας ηλικιωμένος ασθενής μου και η τετραπληγική γυναίκα του. Δεν μπορούσα να τους αφήσω μόνους. Πήρα αγκαλιά τη γυναίκα, την έβαλα στο αυτοκίνητο και είπα στον άνδρα της να πάμε στη θάλασσα. Εκεί μείναμε πέντε ώρες. Οι πιο ψύχραιμοι αρχίσαμε να βοηθάμε τους εγκαυματίες. Φτάσαμε στο σημείο να σκίζουμε τις τέντες από ένα κατάστημα για να σκεπάσουμε τους νεκρούς στην Αργυρά Ακτή».