Η συζήτηση για την πολιτική ευθύνη σχετικά με την τραγωδία στην Ανατολική Αττική διαφαίνεται ότι ακολουθεί λοξό δρόμο.

Ορισμένοι εστιάζουν στη γενική πολιτική ευθύνη των κυβερνώντων για τις αστοχίες του πολιτικού και διοικητικού μας συστήματος. Αυτή όμως η συζήτηση είτε περιορίζεται στο επίπεδο του πολιτικού συμβολισμού είτε συσκοτίζεται υπό όρους επικοινωνιακής διαχείρισης και πολιτικής σύγκρουσης. Κατά τούτο, δεν δείχνει διέξοδο. Μία υπουργική παραίτηση, για παράδειγμα, δεν σηματοδοτεί συνήθως διαδικασία παραγωγικής αυτοκριτικής. Ως μηχανισμός πολιτικής εκτόνωσης, ουδόλως διαγράφει ζυγισμένους μεταρρυθμιστικούς στόχους.

Αλλοι αναζητούν τυχόν εντοπισμένες ευθύνες για τη διαχείριση της κρίσης. Η ευθύνη όμως προϋποθέτει αρμοδιότητα και ικανότητα αποτελεσματικής δράσης. Και εδώ ανακύπτει το πρόβλημα. Πώς θα συζητήσουμε ορθολογικά για τη διαχείριση ενός επιχειρησιακού προβλήματος από μία πολυμελή επιτροπή αιρετών; Πώς μπορούμε να απαιτούμε σταθερό σχεδιασμό και ταχύτατα αντανακλαστικά από δομές κυμαινόμενης σύνθεσης και μετακλητού χαρακτήρα;

Υπάρχει τρίτη οδός. Να αναμετρηθούμε με τα θεσμικά προβλήματα και να προσδιορίσουμε το πεδίο της πολιτικής ευθύνης και λογοδοσίας. Η τραγωδία ανέδειξε την ανάγκη ανάσχεσης της επέκτασης της πολιτικής σε κάθε σφαίρα διοικητικής οργάνωσης, από τις προσβάσεις στον αιγιαλό ώς την πολιτική προστασία. Η κυβέρνηση καθορίζει τη γενική πολιτική της χώρας. Η αξιοπιστία στην υλοποίηση όμως της κρατικής δράσης προϋποθέτει επαγγελματισμό. Απαιτεί συγκεκριμενοποίηση της ευθύνης για τη λήψη αποφάσεων σε πρόσωπα με επιτελική θέση, αποτελεσματική εξουσία και μακρό ορίζοντα θητείας. Επιλογή τους με όρους συναίνεσης, εγγυήσεις για την τεχνική τους επάρκεια, και κύρος. Δημόσια λογοδοσία τους βάσει αρχών επαγγελματικής δεοντολογίας που εγκρίνει ο νομοθέτης.

Ολα αυτά μάς καλούν να επανεξετάσουμε την αντίληψη ότι τα πάντα είναι πολιτική. Αυτή η θεώρηση είχε μία υγιή στόχευση: να αναδείξει ότι κατεστημένες δομές και θεσμοί συχνά υπηρετούν κρύφιες σχέσεις πολιτικής, κοινωνικής ή πολιτισμικής εξουσίασης. Αλλά από ορισμένο σημείο και μετά εκφυλίζεται. Γίνεται ιδεολογικός στυλοβάτης της ανακύκλωσης του πελατειακού κράτους. Του πολλαπλασιασμού των διοικητικών δομών για να αξιοποιηθεί το πλεονάζον πολιτικό προσωπικό. Του σφιχτού εναγκαλισμού κράτους – κοινωνίας, με την τελευταία να αναζητά συνεχώς την πολιτική διαμεσολάβηση για να επιβιώσει. Και της ψευδαίσθησης ότι αρκούν οι συμμετοχικές διαδικασίες ή το πολιτικό τσαγανό για να ανταποκριθεί το κράτος σε ζωτικά καθήκοντα.

Αυτές οι παρατηρήσεις μας βοηθούν να προσδιορίσουμε πιο καθαρά το πεδίο της πολιτικής ευθύνης και, αντίστοιχα, λογοδοσίας: Η κύρια πολιτική ευθύνη στους τομείς της επιχειρησιακής δράσης δεν είναι να υποκαθιστά η πολιτική το κράτος. Αλλά να διασφαλίζει την αξιοπιστία του κράτους.

Ο Νίκος Ι. Παπασπύρου είναι επίκουρος καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ