«Εγώ καμάρωνα τόσα χρόνια ότι δεν είχα χάσει ούτε έναν στρατιώτη στις μονάδες που διοικούσα και τώρα βλέπω αυτή την καταστροφή και είμαι βαθύτατα θλιμμένος».
Αυτή η φράση του πρώην υπουργού Δημόσιας Τάξης Νίκου Τόσκα, που προσδιόριζε την αναχωρητική διάθεση που είχε από το βράδυ της 23ης Ιουλίου, άλλαξε τον σχεδιασμό της κυβέρνησης για τη διαχείριση της τραγωδίας στη Βορειοανατολική Αττική. Η αποδοχή του επίμονου αιτήματος παραίτησης του Τόσκα προ τριών ημερών επιτάχυνε τις χθεσινές αλλαγές στην ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. και της Πυροσβεστικής.
Το κυβερνητικό σχέδιο περιελάμβανε αυτές οι αλλαγές να γίνουν μετά τις 20 Αυγούστου και ενόψει της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης. Οπότε, εκτός από αντικατάσταση του Νίκου Τόσκα, θα είχε και την τοποθέτηση προϊσταμένου σε νέο φορέα (πιθανόν υφυπουργείο) για την Πολιτική Προστασία. Παράλληλα θα υπήρχαν και άλλες μεταβολές όπως κι εξαγγελίες για ζητήματα αποφυγής τέτοιων καταστροφών. Κι αυτό με βάση ειδικό «μοντέλο» γάλλων εμπειρογνωμόνων που θα εφαρμοστεί πιλοτικά σε έναν – δύο νομούς της χώρας.
Ο πρώην υπουργός Δημόσιας Τάξης θεωρούνταν ένας από τους «ακλόνητους» υπουργούς της κυβέρνησης Τσίπρα, με άριστες σχέσεις με τον Πρωθυπουργό, που είχε διεκπεραιώσει την «κρίση της Ειδομένης», είχε χτυπήσει τα κυκλώματα των φαρμάκων, είχε προχωρήσει στη σύλληψη Ρούπα κ.λπ. Ωστόσο ο ίδιος είχε αντιληφθεί ότι οι μεγαλύτερες κρίσεις που μπορεί να δημιουργηθούν στη θητεία του προέρχονται από τις δασικές πυρκαγιές, καθότι έχουν μεγάλο αντίκτυπο στο κοινωνικό σύνολο.
Την τελευταία διετία είχε αντιμετωπίσει σημαντικές καταστροφές, όπως στην Εύβοια, στα Κύθηρα, στη Θάσο, στην Ανατολική Μάνη και κυρίως στον Κάλαμο, όπου όμως δεν υπήρχαν ανθρώπινα θύματα. Ετσι, ακόμη και τις περιόδους που υπήρχαν άλλα φλέγοντα ζητήματα στην επικαιρότητα (εγκληματικές ενέργειες, Ρουβίκωνας, ένοπλες ενέργειες αντιεξουσιαστών κ.λπ.), για εκείνον σχεδόν μόνιμη απασχόληση ήταν τα θέματα της ανακατασκευής των κινητήρων των Καναντέρ, να βρει κάδους για πυροσβεστικά ελικόπτερα, να χρησιμοποιηθούν μετακινούμενες δεξαμενές νερού (είχαν εγκαταλειφθεί στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος) στα σημεία έναρξης των πυρκαγιών, όπως και οι πυροσβέστες να μάθουν να βάζουν… φωτιές για να κατασβήνουν – με τη σύγκρουση των δύο πύρινων μετώπων – τη δασική πυρκαγιά. Ομως από την άλλη πλευρά ο πρώην υπουργός Δημόσιας Τάξης διατηρούσε συνεχείς επιφυλάξεις για την επάρκεια του Πυροσβεστικού Σώματος, στο οποίο φέρεται να απέδιδε αδράνεια, τυπολατρία και προβληματικές εσωτερικές έριδες.
Η μέρα της τραγωδίας. Ωσπου έφθασε το μοιραίο πρωί της 23ης Ιουλίου, όταν υπήρξε εκατόμβη θυμάτων στις δύο πρώτες δασικές πυρκαγιές που ξεσπούσαν το καλοκαίρι και οι οποίες κατέκαψαν 68.892 στρέμματα δασικής έκτασης. Εκείνη την ημέρα ο Τόσκας είχε εισαχθεί σε κλινική για προγραμματισμένη χειρουργική επέμβαση κι αμέσως μετά κινήθηκε εσπευσμένα στο επιχειρησιακό κέντρο της Πυροσβεστικής στο Χαλάνδρι. Οπου ήταν κλεισμένος για ώρες παρακολουθώντας να εξελίσσεται αρχικά η πυρκαγιά στην Κινέτα κι αργότερα η τραγωδία στο Μάτι, στο οποίο πήγαινε μάλιστα τακτικά για μπάνια και γνώριζε σχετικά την περιοχή και τις οικιστικές ιδιομορφίες της. Μετά την πύρινη καταστροφή ούτε δημοσίως αλλά ούτε και σε ιδιωτικές εκμυστηρεύσεις δεν μετέθετε ευθύνες σε πυροσβέστες και αστυνομικούς, λέγοντας ότι «δεν μπορούσε να γίνει κάτι άλλο». Ωστόσο, σε δεύτερη φάση διευκρίνισε ότι δεν υπήρχε εντολή εκκένωσης στην περιοχή, κάτι που παρέμενε αμφίβολο το πρώτο 48ωρο. Παράλληλα στην περιώνυμη συνέντευξη Τύπου επέμεινε κι αυτός στο «παιχνίδι των υπονοιών» για οργανωμένο τάχα σχέδιο εμπρησμών στην Αττική, όπως είχε συμβεί και στις περσινές πυρκαγιές που τελικά αποδόθηκαν στη ΔΕΗ, σε εμπρησμούς από αμέλεια ή και σε άλλες αιτίες. Στη συνέντευξη αυτή παρουσιάστηκαν εστίες τάχα σκόπιμων πυρκαγιών πάνω από το Αλεποχώρι στα Γεράνεια Ορη, όπου ποτέ δεν είχε υπάρξει ούτε… σπινθήρας.