Τυπικά ήταν η σύνοδος των νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με αντικείμενο την οργάνωση της επόμενης ημέρας για τους ηττημένους: τη Γερμανία και την Αυστρία. Ομως, ουσιαστικά, η Διάσκεψη του Πότσνταμ, της ιστορικής παραποτάμιας πόλης λίγο έξω από το Βερολίνο, όπου κάποτε βρίσκονταν τα ανάκτορα του πρωσικού θρόνου, είχε πολύ σημαντικότερο ρόλο: στην πραγματικότητα, μέσα από τις αποφάσεις για το μέλλον της ηττημένης και ερειπωμένης Γερμανίας, οριστικοποιούσε τη νέα παγκόσμια ισορροπία ισχύος ανάμεσα στους νικητές που χρειάστηκε μόλις λίγες εβδομάδες να μεταλλαχθούν από συμπολεμιστές σε ανταγωνιστές. Η Διάσκεψη του Πότσνταμ χαρτογραφούσε τώρα και αποτύπωνε τη μετάβαση από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στον Ψυχρό Πόλεμο που μόλις ξεκινούσε.

Είχε προηγηθεί, λίγους μήνες πριν και μεσούντος ακόμα του Πολέμου, η Διάσκεψη της Γιάλτας, η οποία παρέμεινε μυστική επί έντεκα χρόνια μέχρι που η Ουάσιγκτον αποφάσισε ξαφνικά, τον Μάρτιο του 1955, να δημοσιοποιήσει τα πρακτικά της προκαλώντας την οργή του Τσόρτσιλ και μία από τις οξύτερες κρίσεις στη γενικά αδιατάρακτη σχέση της με την Αγγλία. Αντιθέτως προς τα συμφωνηθέντα στη Γιάλτα που αφορούσαν κυρίως άλλες ευρωπαϊκές χώρες και την επιρροή των δύο μεγάλων νικητών, των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, σε αυτές, τα όσα συμφωνήθηκαν στο Πότσνταμ, σε «συμπλήρωση» της Γιάλτας, δεν θα μπορούσαν να μείνουν κρυφά καθώς όριζαν το μεταπολεμικό μοίρασμα και τους κανόνες κατοχής των γερμανικών εδαφών, όπως και την άρση των τετελεσμένων που είχε επιβάλει η Γερμανία από το 1938 στην Ευρώπη.

ΤΟ ΡΩΣΙΚΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ. Πολλά από τα αποτελέσματα του Πότσνταμ υπήρξαν φυσική απόρροια του τρόπου με τον οποίο οι Σύμμαχοι εισήλθαν στο γερμανικό έδαφος και το κατέκτησαν: η ταχύτητα με την οποία ο στρατάρχης Ζούκοφ μπόρεσε να εισέλθει πρώτος στο Βερολίνο και να το καταλάβει πριν φτάσουν εκεί οι χερσαίες δυνάμεις των Αμερικανών και των Αγγλων που έπρεπε να διέλθουν πρώτα από άλλες κατεχόμενες από τη Γερμανία χώρες, υπήρξε ο πιο καθοριστικός παράγοντας στη «γεωγραφία» όχι μόνο της μεταπολεμικής Γερμανίας αλλά και του κόσμου και στην αντίστοιχη διαμόρφωση των ισορροπιών των δύο χωρών που χαρακτηρίζονταν πλέον «υπερδυνάμεις». Οι Σοβιετικοί είχαν κατανοήσει πριν από κάθε άλλη σύμμαχο χώρα τη σημασία της ταχύτητας κατάληψης γερμανικών εδαφών για την επόμενη ημέρα στην Ευρώπη και στην επόμενη παγκόσμια ισορροπία ισχύος: γνώριζαν ότι θα έπρεπε να «καθίσουν στο τραπέζι» έχοντας ήδη ένα de facto πλεονέκτημα που τους είχαν δώσει οι ερπύστριες των σοβιετικών τανκς, τα οποία έσπειραν τεράστιο φόβο στην Ευρώπη για τα επόμενα περίπου σαράντα χρόνια. Το Πότσνταμ δεν ήταν ουσιαστικά τίποτε άλλο από την «αναβάθμιση» των δεδομένων της κατάκτησης από de facto και σε de jure. Και απαιτήθηκε συγκριτικά ελάχιστος χρόνος μέχρι που άρχισαν οι σοβαρές τριβές ανάμεσα στους πάλαι ποτέ συμμάχους πάνω στα γερμανικά εδάφη: πολλές κρίσεις ξέσπασαν σχεδόν από την επομένη του Πότσνταμ, με σοβαρότερη από αυτές εκείνη του 1948 όταν ο μεγάλος σοβιετικός αποκλεισμός του Βερολίνου οδήγησε στην αερογέφυρα τροφοδοσίας του από τους Αμερικανούς, το μεγαλύτερο εγχείρημα του είδους του στην Ιστορία.

Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια μετά το Πότσνταμ μέχρι τη στιγμή που δημιουργήθηκε, το 1949, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με πρωτεύουσα τη μικρή επαρχιακή πόλη Βόννη, την πόλη «αντισύμβολο» του αυτοκρατορικού Βερολίνου, που δεν είχε γεννήσει το Ράιχ. Είχε όμως γεννήσει τον Μπετόβεν.