Σ’ έναν πολύ γνωστό δρόμο στην «καρδιά» της Αθήνας (κι όταν λέμε «καρδιά» εννοούμε ανάμεσα στην Ομόνοια και το Σύνταγμα), παρατηρεί συχνά κανείς πάνω στο σκαμνάκι ενός επαίτη, παρατημένο ένα πλαστικό κυπελλάκι με δίπλα του ένα χαρτόνι που γράφει: «Σας παρακαλώ βοηθήστε με. Εχω μεγάλη ανάγκη». Δεν γνωρίζει κανείς αν πρόκειται για ένα νέο είδος επαιτείας, δεν μπορεί όμως και να μη σκεφτεί πώς γίνεται να ζητάς τη βοήθεια των άλλων, χωρίς να τους χρειάζεται να σε βλέπουν – έστω κι αν έχει αποδειχθεί ότι ακόμη και με τον τρόπο αυτό η βοήθεια που θα σου δοθεί είναι αμφίβολη. Βέβαια άνθρωπος είναι κι ο επαίτης και μπορεί να χρειάστηκε να πάει «προς νερού του», όμως η τόσο συστηματική απουσία του για τόση ώρα – για ένα τέταρτο το λιγότερο, όσο τουλάχιστον είχαμε την υπομονή να παρακολουθήσουμε, για μια φορά, το «φαινόμενο» αυτό, ενώ την απουσία την επισημαίνει κανείς κάθε φορά που συμβαίνει να διασχίζει τον σχετικό δρόμο – σε κάνει αυτόματα φιλοσοφικότερο και κοινωνιολογικά εμβριθέστερο όσον αφορά μια μορφή γενικότερη ανθρώπινης συμπεριφοράς. Αν η βοήθεια προς τον οποιονδήποτε συνάνθρωπο προϋποθέτει το να γνωρίζεις, έστω ως μορφή, ποιον πρόκειται να βοηθήσεις, αφού δημιουργείται μια σχέση «προσωπική» και δεν έχει τη σχέση της αρωγής του κράτους, που επόμενο είναι να μη γνωρίζουν οι υπηρεσίες του τα πρόσωπα των βοηθούμενων, τι κάνει έναν επαίτη να πιστεύει πως, ενώ απουσιάζει, θα συγκινηθεί ο οποιοσδήποτε περαστικός με το δράμα του απλά και μόνο γιατί ενημερώνεται χάρη σ’ ένα τετράγωνο συνήθως χαρτόνι;

Οταν δυσπιστεί συχνά κανείς μπροστά στο δράμα αυτό, ακόμη κι όταν το εικονογραφεί η ταλαιπωρημένη ή και ρακένδυτη παρουσία του επαίτη, γιατί θα το θεωρήσει αληθινό και θα θελήσει να το ανακουφίσει χωρίς να το υπογραμμίζει κάτι το χειροπιαστό; Εκτός κι αν ο επαίτης υπολόγισε πολύ πιο σωστά σε σχέση με όλους τους άλλους, καθώς υπάρχουν άνθρωποι, έστω και λίγοι, που διστάζουν να βοηθήσουν δημόσια γιατί αισθάνονται πως εκτίθενται απείρως περισσότερο απ’ ό,τι ο άνθρωπος που δημόσια ζητάει τη βοήθειά τους.