Οταν άνοιξε για πρώτη φορά τις πύλες του, το 1860, το νοσοκομείο του Μαρακαΐμπο, μιας πόλης πλούσιας σε πετρέλαιο κοντά στα σύνορα με την Κολομβία, ήταν ένα από τα πιο σύγχρονα της Λατινικής Αμερικής. Σήμερα, είναι ένα ερείπιο μέσα στη βρώμα, χωρίς χειρουργούς, χωρίς φάρμακα, χωρίς τρεχούμενο νερό. Ο ανταποκριτής της γαλλικής εφημερίδας «La Croix» μπήκε κρυφά μέσα στη νύχτα. Το νοσοκομείο φυλάσσεται από αξιωματικούς της μπολιβαριανής πολιτοφυλακής, μιας στρατιωτικής οργάνωσης 400.000 «φρουρών της επανάστασης», πραγματικής πολιτικής αστυνομίας που κυνηγά τους αντικαθεστωτικούς μέχρι και εδώ. Για τους νοσοκόμους και τους γιατρούς που έχουν απομείνει, ωστόσο, το να μιλήσουν σε ξένους δημοσιογράφους, το να τους δείξουν την πραγματικότητα, ισοδυναμεί με μια πράξη αντίστασης.
Στην αίθουσα αναμονής του τμήματος επειγόντων περιστατικών, λευκά φώτα νέον φωτίζουν με διακοπές τα πονεμένα πρόσωπα. Το πάτωμα είναι βρώμικο, οι τοίχοι λιγδιασμένοι. «Δυνατό μόνο με τον σοσιαλισμό», γράφει με κόκκινα γράμματα ένα πόστερ. Ο 39χρονος Αρνάλντο δέχθηκε επίθεση με μαχαίρι λίγες ώρες νωρίτερα. «Με ακολούθησαν όταν βγήκα από την τράπεζα για να μου κλέψουν δύο εκατομμύρια μπολίβαρ» – το ισοδύναμο δύο ευρώ. Σύμφωνα με το βενεζουελανικό παρατηρητήριο της βίας (OVV), το 2017 διαπράχθηκαν στη χώρα 16.000 δολοφονίες, καθιστώντας τη Βενεζουέλα την πλέον επικίνδυνη χώρα στον κόσμο.
ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΑΒΟΗΘΗΤΟΙ. Δύο φορεία πιο πέρα κείτεται η Τζιοβάλις, μία 55χρονη καρκινοπαθής: «Είμαστε αναγκασμένοι να φέρνουμε οι ίδιοι τα φάρμακά μας γιατί στο νοσοκομείο δεν υπάρχει πια τίποτα. Ξόδεψα 100 εκατομμύρια μπολίβαρ [100 ευρώ, ήτοι 33 μήνες κατώτατου μισθού]. Χθες, ένας άνδρας πέθανε γιατί δεν είχε οικογένεια να του φέρει φάρμακα».
Στην αυλή του νοσοκομείου, μπροστά στο νεκροτομείο, σοροί απορριμμάτων και σκουριασμένα φορεία. Κουρασμένες σιλουέτες περιφέρονται μέσα στο σκοτάδι με κουβάδες νερό στα χέρια. «Δεν έχουμε πια τρεχούμενο νερό εδώ και πολλούς μήνες» λέει η Εμιλία, μία νοσοκόμα. Εδώ και μήνες είναι κλειστά και τα χειρουργεία, στον πρώτο όροφο. Ενα και πλέον εκατομμύριο Βενεζουελανοί έχουν καταφύγει στη γειτονική Κολομβία τούς τελευταίους 16 μήνες, δύο εκατομμύρια έχουν εγκαταλείψει συνολικά τη χώρα – ανάμεσά τους 16.000 γιατροί.
Και εντούτοις, η Βενεζουέλα, η χώρα με τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου στον κόσμο, υπήρξε κάποτε το πλουσιότερο κράτος της Λατινικής Αμερικής. Το πετρελαϊκό μάννα ήταν που επέτρεψε στον κομαντάντε Τσάβες να χρηματοδοτήσει, με εκατομμύρια πετροδολάρια, την εφαρμογή της «μπολιβαριανής επανάστασής» του. Η οικονομική συγκυρία παρέμεινε ευνοϊκή μέχρι τον θάνατό του, το 2013, με μια σταθερή αύξηση των τιμών του πετρελαίου, που πλησίασαν το 2012 τα 140 δολάρια το βαρέλι.
 
ΔΥΟ ΤΥΠΟΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ. Με τη χώρα όμως να μην παράγει σχεδόν τίποτε άλλο παρά μόνο πετρέλαιο, η εξάρτησή της από τις εισαγωγές ενθάρρυνε μία συστημική διαπλοκή με τη συμμετοχή στρατού, εισαγωγέων και κράτους. «Υπάρχουν σήμερα δύο τύποι ανθρώπων σε αυτή τη χώρα. Εκείνοι που κάνουν βόλτα με Toyota 4×4 με φιμέ τζάμια 50.000 δολαρίων και οι υπόλοιποι, που αργοπεθαίνουν» συνοψίζει ο Ρικάρντο, ειδικευόμενος γιατρός στο κεντρικό νοσοκομείο.
Με την πτώση των τιμών του πετρελαίου, η Βενεζουέλα, που στηρίζει τον προϋπολογισμό της κατά 96% στις εξαγωγές πετρελαίου, βρέθηκε ανήμπορη να χρηματοδοτήσει τις εισαγωγές της, που καταβάλλονται σε δολάρια. Ο κατώτατος μισθός δεν αρκεί σήμερα ούτε για ένα πακέτο αλεύρι. Σύμφωνα με μία πανεπιστημιακή έρευνα, οι Βενεζουελανοί έχουν χάσει κατά μέσο όρο 11 κιλά έκαστος από τις αρχές του 2017.
Στο νοσοκομείο του Μαρακαΐμπο, η εικόνα του φαρμακείου επιβεβαιώνει αυτή την οικονομική καταστροφή: τα ράφια είναι άδεια. Τα ασανσέρ δεν λειτουργούν, ούτε και οι τουαλέτες. Δεν υπάρχουν ακτίνες Χ, δεν υπάρχει οξυζενέ, δεν υπάρχει σαπούνι.

Σύμφωνα με στοιχεία που είχε δώσει στη δημοσιότητα το υπουργείο Υγείας τον Μάιο του 2017, η παιδική θνησιμότητα αυξήθηκε μεταξύ 2015 και 2016 κατά 30%, η μητρική θνησιμότητα κατά 65%. Το 2012, μόλις ένα 2,9% των ασθενών στα νοσοκομεία της Βενεζουέλας. Το 2015, πέθαινε ένας στους τρεις. Και έκτοτε, η κατάσταση δεν σταμάτησε να χειροτερεύει.