Πριν από μερικά χρόνια η κληρονομιά ενός ακινήτου θεωρούνταν τύχη. Στα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων αυτό άλλαξε, με την κληρονομιά να έχει μετατραπεί σε εφιάλτη.
Ολοένα και περισσότεροι φορολογούμενοι αποφασίζουν σήμερα να αποποιηθούν την περιουσία που κληρονομούν από τους γονείς ή τους συγγενείς τους.
Ο λόγος που το κάνουν είναι κυρίως τα χρέη που αφήνει ο συγγενής τους που απεβίωσε σε Εφορία και τράπεζες, ο ΕΝΦΙΑ που επιβάλλεται στα ακίνητα και λιγότερο ο φόρος κληρονομιάς που θα πρέπει να πληρώσουν.
Ο φόρος κληρονομιάς εξαρτάται άμεσα από τον βαθμό συγγένειας του κληρονόμου με τον θανόντα. Οι φορολογούμενοι που αποκτούν πρώτη κατοικία με κληρονομιά σε πολλές περιπτώσεις δεν πληρώνουν φόρο, καθώς τα αφορολόγητα ποσά που ισχύουν είναι υψηλά. Η απαλλαγή παρέχεται για αξία κατοικίας μέχρι 200.000 ευρώ για κάθε ανήλικο ή άγαμο κληρονόμο και μέχρι 250.000 ευρώ για έγγαμο ή για αυτόν που έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. Η απαλλασσόμενη αξία για τον έγγαμο ή τον συνάψαντα σύμφωνο συμβίωσης προσαυξάνεται κατά 25.000 ευρώ για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα του και κατά 30.000 ευρώ για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα του. Οταν κληρονόμος είναι σύζυγος ή ανήλικο τέκνο του κληρονομουμένου, απαλλάσσεται από τον φόρο κληρονομιάς αξία κληρονομιαίας περιουσίας μέχρι 400.000 ευρώ για κάθε κληρονόμο.
1. Σε ποια περιουσιακά στοιχεία επιβάλλεται φόρος κληρονομιάς;
Ο φόρος κληρονομιάς επιβάλλεται σε κάθε περιουσία που βρίσκεται στην Ελλάδα και ανήκει σε ημεδαπούς ή σε αλλοδαπούς, καθώς και στην κινητή περιουσία που βρίσκεται στο εξωτερικό και ανήκει σε έλληνα ή σε αλλοδαπό υπήκοο που είχε την κατοικία του στην Ελλάδα.
2. Ποιος είναι υπόχρεος για την υποβολή της δήλωσης φόρου κληρονομιάς;
Ο κληρονόμος ή ο κληροδόχος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός του.
3. Ποια είναι η προθεσμία υποβολής της δήλωσης φόρου κληρονομιάς;
Η δήλωση φόρου κληρονομιάς υποβάλλεται μέσα σε έξι μήνες από τον θάνατο, αν ο κληρονομούμενος πέθανε στην Ελλάδα ή μέσα σε έναν χρόνο, αν ο κληρονομούμενος πέθανε στο εξωτερικό ή οι κληρονόμοι ή οι κληροδόχοι διέμεναν κατά τον χρόνο θανάτου στο εξωτερικό.
Η προθεσμία αρχίζει κατά κανόνα από:
– τον θάνατο του κληρονομουμένου,
– τη δημοσίευση της διαθήκης ή
– τη δημοσίευση στον Τύπο της δικαστικής απόφασης που κηρύσσει την αφάνεια ή τον θάνατο του υποχρέου σε δήλωση, αν αυτός δεν υπέβαλε δήλωση, ή
– τη λήξη της επιδικίας, τη συνένωση της επικαρπίας με την ψιλή κυριότητα, την αναγκαστική απαλλοτρίωση, την είσπραξη πνευματικών δικαιωμάτων, κ.λπ.
4. Μπορεί να παραταθεί η προθεσμία υποβολής της δήλωσης φόρου κληρονομιάς;
Η προθεσμία μπορεί να παραταθεί για τρεις κατ’ ανώτατο όριο μήνες, με απόφαση του προϊσταμένου της αρμόδιας ΔΟΥ. Η αίτηση για παράταση της προθεσμίας μπορεί να υποβληθεί ακόμα και μετά τη λήξη αυτής, μέσα όμως στο τρίμηνο που ακολουθεί.
5. Ποια δικαιολογητικά απαιτούνται κατά την υποβολή δηλώσεων φόρου κληρονομιάς;
α) Ληξιαρχική πράξη θανάτου.
β) Αντίγραφο διαθήκης.
γ) Κληρονομητήριο ή πιστοποιητικό της αρμόδιας δημοτικής ή κοινοτικής αρχής περί του είδους και του βαθμού συγγενείας προς τον κληρονομούμενο.
δ) Πιστοποιητικό του γραμματέα του Ειρηνοδικείου περί μη δημοσιεύσεως νεότερης διαθήκης ή περί μη δημοσιεύσεως διαθήκης στην περίπτωση της εξ αδιαθέτου διαδοχής.
ε) Πιστοποιητικό για την ηλικία του επικαρπωτή, όταν για τον προσδιορισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη η ηλικία αυτού.
στ) Εγγραφο νομιμοποιήσεως, σε περίπτωση πληρεξουσίου.
ζ) Τα έγγραφα που αποδεικνύουν τη μετάθεση του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.
η) Αποδεικτικά χρεών της κληρονομιάς.
6. Πού υποβάλλεται η δήλωση φόρου κληρονομιάς;
Η δήλωση φόρου κληρονομιάς υποβάλλεται στη ΔΟΥ στη χωρική αρμοδιότητα της οποίας ανήκει η τελευταία διεύθυνση κατοικίας του κληρονομουμένου, όπως αυτή έχει δηλωθεί στο Μητρώο του.
Αν ο κληρονομούμενος κατοικούσε στο εξωτερικό, η δήλωση υποβάλλεται στη ΔΟΥ Κατοίκων Εξωτερικού.
Αν ο κληρονομούμενος είχε την κατοικία του στο εξωτερικό αλλά πέθανε στην Ελλάδα, η δήλωση υποβάλλεται στη ΔΟΥ του τόπου θανάτου.
Υπάρχει δυνατότητα για σημαντικούς λόγους να οριστεί άλλη ΔΟΥ ως αρμόδια, με απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ, ύστερα από αίτηση όλων των κληρονόμων.
7. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις απαλλαγής της πρώτης κατοικίας από τον φόρο κληρονομιών;
α) Ο κληρονόμος είναι σύζυγος ή το πρόσωπο με το οποίο ο κληρονομούμενος είχε συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, κατά τις διατάξεις του Ν. 3719/2008 (Α’ 241) (εφόσον η συμβίωση είχε διάρκεια τουλάχιστον δύο ετών) ή του Ν. 4356/2015 (Α’ 181), ή τέκνο του κληρονομουμένου.
β) Ο κληρονόμος είναι έλληνας ή πολίτης κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των χωρών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ).
γ) Ο κληρονόμος, ο σύζυγος και τα ανήλικα τέκνα τους δεν έχουν δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή επικαρπίας ή οίκησης σε άλλη κατοικία ή ιδανικό μερίδιο κατοικίας που πληροί τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειας ή δικαίωμα πλήρους κυριότητας επί οικοπέδου οικοδομήσιμου ή επί ιδανικού μεριδίου οικοπέδου, στα οποία αντιστοιχεί εμβαδόν κτίσματος που πληροί τις στεγαστικές τους ανάγκες και βρίσκονται σε δήμο ή κοινότητα με πληθυσμό άνω των 3.000 κατοίκων. Οι στεγαστικές ανάγκες θεωρείται ότι καλύπτονται αν το συνολικό εμβαδόν των ανωτέρω ακινήτων (και των λοιπών αντίστοιχων κληρονομιαίων ακινήτων) είναι 70 τ.μ. προσαυξανόμενο κατά 20 τ.μ. για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα και κατά 25 τ.μ. για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα του δικαιούχου.
δ) Το ακίνητο αποκτάται κατά πλήρη κυριότητα.
ε) Η απαλλαγή από τον φόρο για την απόκτηση πρώτης κατοικίας παρέχεται για μία φορά. Δεν απαλλάσσεται ο κληρονόμος που ο ίδιος ή ο σύζυγος ή τα ανήλικα τέκνα αυτού έχουν ήδη τύχει απαλλαγής από τον φόρο μεταβίβασης ή γονικής παροχής ή κληρονομιάς.
στ) Η κατοικία ή το οικόπεδο θα παραμείνει στην κυριότητα του κληρονόμου για μία τουλάχιστον πενταετία.
ζ) Το αίτημα για την απαλλαγή υποβάλλεται με την εμπρόθεσμη δήλωση.
Προϋποθέσεις απαλλαγής
Ο κληρονόμος (σύζυγος ή τέκνο του κληρονομουμένου) για να απαλλαγεί από τον φόρο κληρονομιάς για την πρώτη κατοικία θα πρέπει να μην έχει δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή επικαρπίας ή οίκησης σε άλλη κατοικία ή ιδανικό μερίδιο κατοικίας που πληροί τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειας ή δικαίωμα πλήρους κυριότητας επί οικοπέδου οικοδομήσιμου ή επί ιδανικού μεριδίου οικοπέδου, στα οποία αντιστοιχεί εμβαδόν κτίσματος που πληροί τις στεγαστικές τους ανάγκες και βρίσκονται σε δήμο ή κοινότητα με πληθυσμό άνω των 3.000 κατοίκων. Οι στεγαστικές ανάγκες θεωρείται ότι καλύπτονται αν το συνολικό εμβαδόν των ανωτέρω ακινήτων (και των λοιπών αντίστοιχων κληρονομιαίων ακινήτων) είναι 70 τ.μ. προσαυξανόμενο κατά 20 τ.μ. για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα και κατά 25 τ.μ. για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα του δικαιούχου.