Οι ουρές είναι από τις πλέον αναμενόμενες εικόνες έξω από το αμερικανικό περίπτερο στην Μπιενάλε της Βενετίας. Το περιεχόμενό του δύσκολα απουσιάζει από οποιοδήποτε άρθρο γράφεται σχετικά με τη διοργάνωση που χαρακτηρίζεται ως «Ολυμπιακοί της τέχνης». Κι όμως, ολοένα και περισσότεροι είναι εκείνοι που ανησυχούν πλέον πως το κτίριο του 1930 στους Κήπους της Μπιενάλε (και σε σχετικά κοντινή απόσταση από το ελληνικό) μπορεί και να μην ανοίξει τις πόρτες του στις 8 Μαΐου, όταν οι πρώτοι άνθρωποι της τέχνης θα αρχίσουν να καταφθάνουν στην πόλη των δόγηδων για την 58η Μπιενάλε.
Κι αυτό διότι, ενώ περισσότερες από τις μισές χώρες που διαθέτουν εθνικό περίπτερο στους Κήπους έχουν ανακοινώσει ήδη τους καλλιτέχνες που θα τις εκπροσωπήσουν (ανάμεσά τους και η Ελλάδα με τους Πάνο Χαραλάμπους, Εύα Στεφανή και Ζάφο Ξαγοράρη σε επιμέλεια της Κατερίνας Τσέλου), οι Ηνωμένες Πολιτείες τηρούν σιγήν ιχθύος εννέα μόλις μήνες πριν από την έναρξη της διοργάνωσης κι ενώ ώς τώρα συνήθιζαν να ανακοινώνουν τους συμμετέχοντες καλλιτέχνες έως και 16 μήνες πριν από τα εγκαίνια, ώστε να υπάρχει επαρκής χρόνος για την παραγωγή των νέων έργων. Στο παράδοξο της υπόθεσης, δε, έρχεται να προστεθεί το γεγονός ότι οι ΗΠΑ θα έπρεπε να έχουν έναν επιπλέον λόγο να ενδιαφέρονται για την επερχόμενη Μπιενάλε, δεδομένου ότι για πρώτη φορά εδώ και μία δεκαετία τουλάχιστον ο καλλιτεχνικός διευθυντής είναι Αμερικανός. Πρόκειται για τον διευθυντή της Χάιουγορντ Γκάλερι, Ραλφ Ράγκοφ.
ΠΙΘΑΝΟΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ. Το βάρος της ευθύνης για την καθυστέρηση πέφτει από τον κόσμο της τέχνης σχεδόν ομόφωνα στον διόλου φιλότεχνο πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Ορισμένοι πιστεύουν ότι θα επιλέξει την τελευταία στιγμή κάποιον φίλα προσκείμενο στην πολιτική του, όπως είναι ο φανατικός θαυμαστής του, ζωγράφος από τη Γιούτα, Τζον ΜακΝότον, ο οποίος τον απεικονίζει άλλοτε ως γενναίο πολιτικό, άλλοτε ως παθιασμένο υπερασπιστή των ξεφτισμένων αμερικανικών σημαιών και άλλοτε ως ακλόνητο αντίπαλο των ηττημένων. Εναλλακτικά εισιτήριο για τη Βενετία μπορεί να πάρει και ο αυτοαποκαλούμενος «πατριώτης καλλιτέχνης» Σκοτ Λομπάιντο, ο οποίος ζωγραφίζει την αστερόεσσα σε τοίχους και στέγες κτιρίων και στις 50 πολιτείες των ΗΠΑ, ενώ έστηνε τεράστια γλυπτά σε σχήμα Τ (από το αρχικό του επιθέτου Τραμπ) βαμμένα στα χρώματα της αμερικανικής σημαίας προς υποστήριξή του κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.
«Ο Τραμπ αδιαφορεί για τον ορισμό της λέξης πολιτισμός» λέει η Βιρτζίνια Σορ, πρώην επικεφαλής επιμελήτρια του προγράμματος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για το πρόγραμμα «Τέχνη στις πρεσβείες», η οποία ήταν υπεύθυνη από το 1963 για τη διαπολιτισμική διπλωματία μέσω της τέχνης. «Εύχομαι ο πρόεδρος να περάσει χρόνο σε ένα μουσείο ή μια γκαλερί και να μάθει την αληθινή έννοια του πολιτισμού».
Ο ΑΜΟΥΣΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ. Και η αλήθεια είναι ότι για άνθρωπο που ζει στη Νέα Υόρκη, μία από τις σπουδαιότερες μητροπόλεις στην οποία χτυπά η καρδιά της παγκόσμιας καλλιτεχνικής σκηνής, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν φαίνεται ιδιαίτερα εξοικειωμένος με καμία μορφή της τέχνης. Μετά το πέρας της παράστασης της τετραλογίας του Ρίχαρντ Βάγκνερ «Το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν» δήλωσε: «Ποτέ ξανά». Οταν είδε την Αγία Παρθένο Μαρία κατά τον Κρις Οφιλι – μια προσωπογραφία της Παναγίας πλαισιωμένη με περιττώματα ελέφαντα και αποκόμματα πορνοπεριοδικών – απεφάνθη: «Απολύτως χυδαίο, εκφυλισμένο πράγμα». Οσο για τον πίνακα του Ρενουάρ που υποτίθεται πως έχει, η γνησιότητά του χλευάστηκε όταν το Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγου ανακοίνωσε ότι εκθέτει το πρωτότυπο!
Ανάλογη βεβαίως είναι και η στάση του καλλιτεχνικού κόσμου απέναντι στον άμουσο πρόεδρο. Την υπογραφή της γνωστής για τα κολάζ της με ασπρόμαυρες φωτογραφίες Μπάρμπαρα Κρούγκερ έφερε το εξώφυλλο του περιοδικού «Νιου Γιορκ»: ένα κοντινό πορτρέτο του προέδρου πάνω στο οποίο εμφανιζόταν ένας από τους αγαπημένους όρους του λεξιλογίου του, η λέξη «ηττημένος». Οταν ο Λευκός Οίκος ζήτησε έναν πίνακα του Βαν Γκογκ, το Μουσείο Γκούγκενχαϊμ αντιπρότεινε τη 18 καρατίων χρυσή τουαλέτα του Μαουρίτσιο Κατελάν.
ΠΑΡΑΙΤΗΣΕΙΣ. Στο μεταξύ, και οι 16 εικαστικοί, συγγραφείς και αρχιτέκτονες της Προεδρικής Επιτροπής για τις Τέχνες και τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες παραιτήθηκαν εκφράζοντας την αντίθεσή τους στις υπεκφυγές του Τραμπ σχετικά με τη νεοναζιστική πορεία στο Τσάρλοτσβιλ, ενώ εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου υποστήριξε ότι ο αμερικανός πρόεδρος σχεδίαζε έτσι κι αλλιώς να καταργήσει την Επιτροπή.
Το αποκορύφωμα δε ήταν όταν τόλμησε να προτείνει την κατάργηση της χρηματοδότησης για τις τέχνες και τις ανθρωπιστικές επιστήμες και να γίνει ο πρώτος πρόεδρος που τολμά κάτι τέτοιο δημοσίως από το 1965, οπότε και καθιερώθηκαν οι κρατικές ενισχύσεις στους συγκεκριμένους τομείς. Τελικώς το Κογκρέσο ενέκρινε την ελαφρά αύξηση της χρηματοδότησης κατά 3 εκατ. δολάρια και για τους δύο τομείς.
«Υπάρχει μια αντίληψη κυρίως μεταξύ των ανθρώπων που κινούνται ιδεολογικά προς τη Δεξιά ότι ο κόσμος της τέχνης θα μπορούσε να βασίζεται σε ιδιωτική χρηματοδότηση και να μην τυγχάνει οποιασδήποτε κρατικής στήριξης. Είναι όμως τόσο ζωτικής σημασίας κι απαραίτητη όσο η φροντίδα της ψυχικής και σωματικής υγείας ή η παιδεία. Για τον λόγο αυτόν θα πρέπει η κυβέρνηση να επενδύει όχι μόνο στην προώθηση των τεχνών, αλλά και στην πρόσβαση όλων σε αυτές» λέει ο διευθυντής του Μουσείου Τεχνών της Βαλτιμόρης Κρίστοφερ Μπέντφορντ.
ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ. Είναι προφανές ότι η εθνική συμμετοχή των ΗΠΑ στην Μπιενάλε της Βενετίας αποτελεί μία ακόμη μάχη στον πόλεμο που κάνει ο πρόεδρος Τραμπ στον κόσμο του πολιτισμού. Εναν πόλεμο στον οποίο δεν ακολουθεί τη στρατηγική τής κατά μέτωπο επίθεσης, αλλά εκείνη της απεμπλοκής. Δεν είναι τυχαίο ότι στους 18 μήνες που κατέχει την εξουσία δεν έχει απονείμει ούτε ένα μετάλλιο ή μία διάκριση σε εκπροσώπους των γραμμάτων και των τεχνών, ενώ αντίθετα έχει τιμήσει όσους σχετίζονται με τις στρατιωτικές δυνάμεις ή εργάζονται για την επιβολή του νόμου. Και τώρα ανοίγεται και στη διεθνή μάχη, επιλέγοντας να εκθέσει τη χώρα του, είτε κρατώντας το περίπτερο στην Μπιενάλε της Βενετίας κλειστό είτε δίνοντας το εισιτήριο για τους Κήπους σε κάποιον στρατευμένο καλλιτέχνη στην πολιτική του, πλησιάζοντας επικίνδυνα τη νοοτροπία του άσπονδου φίλου του Βλαντίμιρ Πούτιν και ακυρώνοντας τη με κριτική διάθεση της πολιτικοοικονομικοκοινωνικής κατάστασης παρουσία των ΗΠΑ στο επίκεντρο της παγκόσμιας εικαστικής σκηνής.