Πόσο κοντά στις σελίδες της Ιστορίας μπορεί να μας φέρουν ένα σπασμένο κεφάλι κούρου κι ένα θραύσμα αστραγάλου που ίσως ανήκει στο ίδιο ή ίσως σε κάποιο άλλο μαρμάρινο άγαλμα ενός γυμνού και ρωμαλέου άνδρα, που έζησε τον 6ο αι. π.Χ.; «Πολύ κοντά» φαίνεται να υποστηρίζουν οι αρχαιολόγοι, οι οποίοι εδώ και 21 χρόνια συνεχίζουν μεθοδικά να ανασκάπτουν έναν από τους σημαντικότερους ιερούς χώρους του Αιγαίου κατά την αρχαιότητα: το δεύτερο σπουδαιότερο ιερό του Απόλλωνα μετά τη Δήλο, το οποίο εξακολουθεί σε κάθε ανασκαφική περίοδο να τους εκπλήσσει. Και η εφετινή πλούσια σοδειά ευρημάτων έρχεται να προσθέσει πολλά ακόμα κομμάτια στο αδικημένο από την Ιστορία Δεσποτικό – το νησάκι απέναντι από την Αντίπαρο – και να «μιλήσει» για όσα οι γραπτές πηγές και η προπαγάνδα των ισχυρών Αθηναίων της κλασικής εποχής φρόντισαν να αποσιωπήσουν.

«Ο σπασμένος κούρος που βρήκαμε σίγουρα δεν καταστράφηκε από φυσικά αίτια. Είναι προφανές ότι έχει χτυπηθεί από ανθρώπινο χέρι. Δεν αποκλείεται να είναι “θύμα” της επίθεσης που εξαπέλυσε στο ιερό το 489 π.Χ. ο Μιλτιάδης, μετά τη μάχη του Μαραθώνα, για να τιμωρήσει τους Πάριους επειδή είχαν ταχθεί με το πλευρό των Περσών» λέει στο «Νσυν» ο επικεφαλής της ανασκαφής, αρχαιολόγος της Εφορείας Κυκλάδων Γιάννος Κουράγιος, επισημαίνοντας ότι «δεν είναι  η πρώτη φορά που η σκαπάνη φέρνει στο φως σπασμένα αγάλματα κούρων. Μέχρι σήμερα έχουν αποκαλυφθεί τουλάχιστον 85 μέλη κατεστραμμένων αγαλμάτων, εξού και το προσωνύμιο του Δεσποτικού ως «το νησί των κούρων».

Τρία ακόμα κτίρια έρχονται να προστεθούν στα 15 και πλέον που ως τώρα έχουν αναδυθεί από τον τόπο όπου λατρευόταν ο Απόλλωνας ήδη από τον 8ο αι. π.Χ. και ο οποίος γνώρισε μέρες δόξας όταν απέκτησε ένα μνημειακό τέμενος – περί το 510 π.Χ. – χάρη στα πλούτη τα οποία είχαν οι Παριανοί μέσω του εμπορίου του περίφημου λιχνίτη τους, του υψηλής ποιότητας λευκού μαρμάρου, που ήταν τόσο διάφανο ώστε μπορούσε να το διαπεράσει το φως.

Το πρώτο είναι ένας μικρός ναός (7,7  Χ 6,1 μ.) με δύο χώρους και τοίχους ιδιαίτερα ισχυρούς, το πάχος των οποίων φτάνει το 1 μ., στο εσωτερικό του οποίου εντοπίστηκαν πολλά λυχνάρια και αγγεία. Το δεύτερο «μιλάει» για την ιστορία του χώρου. Είναι σχετικά μικρό (8 Χ 3,20 μ.) και όχι ιδιαίτερα καλοχτισμένο κι εκτιμάται ότι είχε βοηθητικό χαρακτήρα προς το κυρίως τέμενος. Η έκπληξη που περίμενε τους αρχαιολόγους ωστόσο στο μικρό αυτό κτίσμα είναι μια τετράπλευρη σχάρα πάνω στην οποία βρισκόταν επί 27 αιώνες ένα μαγειρικό σκεύος, ενώ σημαντικό είναι πως βρέθηκαν και σφραγισμένα κατώφλια, επειδή εν συνεχεία ανοίχτηκαν είσοδοι από άλλες πλευρές, γεγονός που καθιστά σαφές, σύμφωνα με τον Γιάννο Κουράγιο, το γεγονός ότι στην περιοχή του ιερού είχαν λειτουργήσει κτίρια πριν από την ανέγερση του αρχαϊκού ναού στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Απρόσμενη έκπληξη δε χαρακτηρίζεται η αποκάλυψη του τρίτου κτιρίου (7,8 Χ 7,45 μ.), το οποίο αποτελείται από δύο δωμάτια με ανεξάρτητες εισόδους και αίθριους χώρους. Αν και ο ρόλος τους χαρακτηρίζεται επίσης βοηθητικός, εξού και φαίνεται πως ισοπεδώθηκαν για να κτιστεί το μνημειακό τέμενος του 510 π.Χ., στο εσωτερικό του βρέθηκαν πολλά μεταλλικά αντικείμενα – αιχμές δοράτων, τσεκούρια και πολλές πόρπες εισηγμένες από τη Φρυγία, τον Πόντο και τη Φοινίκη, που αποδεικνύουν τον διεθνή χαρακτήρα του ιερού.

Οσο για το μέγεθός του, επιβεβαιώνεται από το λεγόμενο Ανατολικό Συγκρότημα, το οποίο αποτελείται από 12 χώρους συνολικής έκτασης 180 τ.μ. και του οποίου εφέτος αποκαλύφθηκε ένα επιπλέον δωμάτιο (12 Χ 3 μ.) γεμάτο από χρηστικά αγγεία: λεκάνες, φιάλες, σκύφους και αμφορείς. Η έκταση του συγκεκριμένου κτιρίου μάλιστα, το οποίο ενδέχεται να προοριζόταν για τη διαμονή είτε των ιερέων είτε των επισκεπτών, καθώς βρισκόταν πολύ κοντά στον ναό, οδηγεί τους αρχαιολόγους σε εκτιμήσεις ότι πιθανόν κατά τον 6ο αι. π.Χ. «το τέμενος του Δεσποτικού να ήταν μεγαλύτερο από εκείνο της Δήλου, το οποίο την ίδια περίοδο διέθετε ελάχιστα μνημεία, όπως τα περίφημα λιοντάρια, τον οίκο των Ναξίων και τον κούρο ύψους 9,5 μ.».

ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ. Παρά τις δύο και πλέον δεκαετίες πάντως που διαρκεί η ανασκαφή και παρά τα πλούσια ευρήματα που δίνει κάθε χρόνο – ανάμεσά τους εφέτος ξεχωρίζουν τόσο τα θραύσματα δύο πίθων με ανάγλυφη διακόσμηση, το ένα με παράσταση πολεμιστή και το άλλο με παράσταση χορού, όσο και τα θραύσματα αγγείων με εγχάρακτες επιγραφές σχετικές με τον Απόλλωνα (ΑΠ, ΑΠΟΛ) – αναπάντητα ερωτήματα εξακολουθούν να υπάρχουν για το ιδιαίτερο αυτό ιερό στο οποίο λατρευόταν σχεδόν αποκλειστικά ο Απόλλων, παρά το γεγονός ότι συνηθιζόταν η συλλατρεία με την αδελφή του Αρτεμη κι έχει βρεθεί μάλιστα διπλός οίκος με τις αντίστοιχες λατρευτικές βάσεις στο τέμενος. Σε αντίστοιχο ναό μάλιστα στην Πάρο, ο οποίος επίσης είναι αφιερωμένος στον Απόλλωνα, τα περισσότερα αφιερώματα απευθύνονται προς την Αρτεμη. «Είναι παράξενο σε δύο ιερά τα οποία ιδρύονται από τους Πάριους για το ίδιο δίδυμο θεών, στο ένα να λατρεύεται κυρίως η Αρτεμις και στο δεύτερο να απουσιάζει η λατρεία της. Αποτελεί και για εμάς ένα μυστήριο» λέει ο Γιάννος Κουράγιος.

Κι αν όσα κρύβονται στη γη του Δεσποτικού θα αποκαλυφθούν μέσα στα επόμενα χρόνια, οι επισκέπτες του σπουδαίου ιερού από εφέτος έχουν την ευκαιρία να πάρουν μια γεύση από την εικόνα την οποία αντίκριζαν όσοι προσέρχονταν στο τέμενος στην αρχαιότητα, καθώς τοποθετήθηκαν ο τρίτος κίονας και το επιστύλιο στο πλαίσιο των αναστηλωτικών εργασιών, γεγονός που όχι μόνο προσφέρει την αίσθηση της τρίτης διάστασης στον αρχαιολογικό χώρο, αλλά μεταφέρει και την εντύπωση που προκαλούσε το μνημείο στις ημέρες της δόξας του.