Διάβασα ένα άρθρο για τον Σταύρο στην «Εποχή» και συγκινήθηκα. Το υπογράφει ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Γιάννης Δρόσος, ένας άνθρωπος που τον ήξερε καλά κι έτσι δεν είχε λόγους να υπερβάλει, να διογκώσει, γενικά να αγιοποιήσει. Θυμόταν, ας πούμε, πώς τσαντιζόταν ο Τσακυράκης όταν έχανε στο πόκερ παρόλο που είχε καλό χαρτί ή πώς ζοχαδιαζόταν σε κάποιες έντονες συζητήσεις κι αντί για «κάνεις λάθος» έλεγε «δεν μπορώ να ακούω αηδίες» (αλλά δεν έβριζε ποτέ). Μα θυμόταν πάνω απ’ όλα τη βαθιά, σιωπηλή γλυκύτητα και καλοσύνη του, που δύσκολα μπορούσε να κρύψει κάτω από την οργίλη φάτσα του και το ζόρικο ύφος του.
Ιδιότητες δηλαδή που αποτελούν είδη εν ανεπαρκεία στην όλο και πιο βίαιη περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Η εκατόμβη των νεκρών από τη φωτιά θα περίμενε κανείς να μαλακώσει το πολιτικό σύστημα, όμως όχι, το εκτράχυνε και το αποθράσυνε. Οι υπουργοί των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ λες και ανταγωνίζονται κάθε μέρα ποιος θα προκαλέσει περισσότερο, θα κάνει την πιο ατυχή παρομοίωση, θα χρησιμοποιήσει την πιο ακατάλληλη λέξη ή θα πει τη μεγαλύτερη ανοησία.
Βέβαια ο Τσακυράκης δεν ήταν πολιτικός, παρόλο που κάποια στιγμή ασχολήθηκε με την πολιτική, παθιάστηκε με το Ποτάμι, ώς και εκστρατεία στην επαρχία έκανε. Το ίδιο συμβαίνει όμως και με πολλούς από τους θλιβερούς πρωταγωνιστές αυτών των ημερών. Κάποιοι μπήκαν στην πολιτική για να κάνουν γνωριμίες και να βγάλουν λεφτά, κάποιοι άλλοι για να αλλάξουν τον κόσμο. Δεν ήταν όλοι φανατικοί. Μερικοί ήταν καθηγητές, γιατροί, διανοούμενοι. Πώς έγιναν έτσι;
Μια εξήγηση είναι η γειτνίαση με τους φανατικούς. Οταν συναναστρέφεσαι με τον Καμμένο, είναι δύσκολο να μην κολλήσεις τον ιό. Οταν ακούς τα αστεία του Πολάκη, εξοικειώνεσαι με τη χυδαιότητα. Κάποια στιγμή βέβαια βρίσκεσαι σε ένα σταυροδρόμι. Κι εδώ ο Τσακυράκης αποτελεί ξανά ένα διαφωτιστικό παράδειγμα. Οταν η Θάνου τού έκανε μήνυση επειδή δεν της άρεσε κάτι που έγραψε, όλοι αυτοί οι αυτοαποκαλούμενοι αριστεροί είχαν την ευκαιρία να διαχωρίσουν τη θέση τους, να δείξουν κάποια ανεξαρτησία και ευαισθησία, να ταχθούν τέλος πάντων με την κοινή λογική. Δεν το έκαναν. Δείλιασαν, σώπασαν ή τα έβαλαν με τον Τσακυράκη, όπως ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Κι όταν πέθανε, έχυσαν κροκοδείλια δάκρυα.
Υπάρχει και κάτι άλλο σε σχέση με τη διάδοση του ιού του φανατισμού. Οταν έχεις διαβάσει λογοτεχνία, έχεις συγκινηθεί ή έχεις θυμώσει με τους ήρωές τους, έχεις παρασυρθεί από τον συγγραφέα στο να αναζητήσεις τα αίτια των ανθρώπινων πράξεων, ο χαρακτήρας που έχεις διαμορφώσει σε θωρακίζει και σε προστατεύει. Να το πούμε διαφορετικά: αν έχεις πέσει στα σονέτα του Σαίξπηρ, δεν μπορείς να χειροκροτήσεις όταν ο άλλος φωνάζει «στα τέσσερα». Κι όταν κάνει έφοδο ο θάνατος, δεν λες βλακείες, χαμηλώνεις το κεφάλι. Οπως δίδαξε ο Τσακυράκης, όλα είναι θέμα παιδείας.