«Ηταν ένας χαρακτήρας πολύ απλός. Είχε πάρα πολύ κόσμο που αγαπούσε και την αγαπούσε. Ηταν ένας πολύ καλός άνθρωπος, δεν είχε εχθρούς. Θυμάμαι όταν πριν από τρία χρόνια με βράβευσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, την αγκάλιαζε ο Παυλόπουλος σαν να ήταν αδέρφια. Ηταν και ευαίσθητη, αλλά δεν το έδειχνε. Μόνο αν τη γνώριζε κανείς καταλάβαινε πόσο τρυφερή ήταν». Κάπως έτσι ο Γιάννης Διακογιάννης θυμάται τη θετή του κόρη Ρίκα Βαγιάννη, η οποία έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 56 ετών. Η δημοσιογράφος, παρουσιάστρια και ηθοποιός έχασε τη μάχη με τον καρκίνο, έπειτα από πολυήμερη νοσηλεία στο νοσοκομείο Ερρίκος Ντυνάν.
Η μάχη ξεκίνησε για εκείνη το 2014, οπότε εντοπίστηκε η ασθένεια να έχει προσβάλει τον δεξιό της πνεύμονα. Η είδηση ήρθε μάλιστα σε μια εποχή που και η μητέρα της νοσηλευόταν στην Ευρωκλινική, επίσης με καρκίνο, δύο χρόνια πριν η ίδια ασθένεια της πάρει τη ζωή. Το πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε η Βαγιάννη δεν είχε δημοσιοποιηθεί αφού η ίδια επιθυμούσε να μείνει μεταξύ των δικών της προσώπων. Στις αρχές Ιουλίου γιόρτασε οικογενειακώς στην Κέρκυρα τα γενέθλια του γιου της και από εκεί πήγε οδικώς στα Ιωάννινα. Ωστόσο, η υγεία της ήταν κλονισμένη και αποφάσισε να μεταβεί στο νοσοκομείο Σωτηρία για νοσηλεία.
Το πρωί της 16ης Ιουλίου και με την κατάσταση να βρίσκεται σε οριακό σημείο, οι γιατροί αποφάσισαν τη μεταφορά της στο Ερρίκος Ντυνάν, όπου παρέμεινε σε καταστολή το τελευταίο διάστημα. «Συνήθιζα να τη λέω Μαρίκα και όχι Ρίκα. Ενα απόγευμα που είχα πάει να την επισκεφτώ, της μίλησα, άνοιξε τα μάτια της, μου έσκασε ένα σύντομο χαμόγελο κι έπεσε πάλι σε λήθαργο. Ηταν ένας ωραίος άνθρωπος. Πολύ απλός, γλυκύτατος, καθόλου φαντεζί, πάρα πολύ μορφωμένη, της άρεσε πάρα πολύ το θέατρο. Είχε πολύ χιούμορ, καυστικό, λίγο γερμανικό, αλλά δεν ενοχλούσε. Αυτό το είχε πάρει από μένα. Ερχόταν και στο γήπεδο κάποιες φορές. Οχι συχνά όμως. Είχε παρακολουθήσει μαζί μου μπάσκετ και στίβο, όταν ήταν μικρότερη» συμπληρώνει ο μεγάλος αθλητικογράφος.
Στο βιογραφικό της η Βαγιάννη είχε πολλές ιδιότητες. Δημοσιογράφος, παρουσιάστρια, ηθοποιός. Ισως γιατί έτσι περιγραφόταν καλύτερα ο πληθωρικός της χαρακτήρας, το ανήσυχο πνεύμα της ή ακόμα και η ανάγκη της να μην μπαίνει σε καλούπια. Κόρη του δημοσιογράφου Οδυσσέα Ζούλα και της Βαρβάρας Δράκου, γεννήθηκε στο Παγκράτι στις 4 Μαρτίου του 1962. Το βαφτιστικό της όνομα ήταν Μαρίκα Ζούλα, ωστόσο η ίδια προτίμησε να υιοθετήσει το υποκοριστικό Ρίκα και για επίθετο τον συνδυασμό των μικρών ονομάτων της μητέρας της Βαρβάρας και του δεύτερου συζύγου της Γιάννη Διακογιάννη. Ο θρύλος της αθλητικής δημοσιογραφίας τη μεγάλωσε σαν βιολογικό του παιδί από την ηλικία των δύο ετών, οπότε παντρεύτηκε τη μητέρα της, έχοντας ως επιθυμία εκείνη να κρατήσει το επώνυμο του βιολογικού της πατέρα.
ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ. Μιας και το όνειρο της Ρίκας ήταν ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με το θέατρο, μετά την αποφοίτησή της από το γαλλικό σχολείο Αγιος Ιωσήφ κι αφού είχε ολοκληρώσει τα μαθήματα αγγλικών, πέρασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην υποκριτική το 1982. Τα πρώτα της βήματα στον χώρο την οδήγησαν σε αρκετές παραγωγές του Εθνικού Θεάτρου, με το οποίο βρέθηκε στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο. Αλλά και σε πιο ελαφρά θεάματα της εποχής, όπως η επιθεώρηση «Τι σου κάνουν, μάνα μου» του Νίκου Σοφιανού στο Αθήναιον (1986) και τα μιούζικαλ τύπου «Chicago» στο θέατρο Παρκ. Μεγαλώνοντας επαγγελματικά στη δεκαετία του 1980, δεν γλίτωσε από τη θύελλα της βιντεοκασέτας, δοκιμάζοντας με καμένο ξασμένο μαλλί και βάτες το ταλέντο της σε παραγωγές όπως «Ο Πεταλούδας πάει στον Παράδεισο», «Η κολπατζού», «Πράσινα, μπλε και κόκκινα καρύδια» και «Τζων Ρεμούλας: το μέντιουμ».
«ΤΟ ΜΙΝΟΡΕ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ». Η επταετής της περιπέτεια στην υποκριτική συνεχίστηκε και στην τηλεόραση, όπου έκανε το ντεμπούτο της στην ΕΡΤ με «Το μινόρε της αυγής» το 1983, για να συνεχίσει στο «Ο κύριος συνήγορος» (1990) και να περάσει στους ιδιωτικούς σταθμούς με ρόλους σε σειρές όπως «Μάνα είναι μόνο μία» και «Αχ Ελένη» στο Mega (1992) και «Εκείνες κι εγώ» στον Αnt1 (1996). Στον κινηματογράφο τα πήγε καλύτερα, κερδίζοντας ρόλους σε ταινίες, μεταξύ των οποίων «Ονειρο αριστερής νύχτας», «Περάστε… φιλήστε… τελειώσατε!», «Ροζ ολοταχώς» και «Στάκαμαν».
Οταν διαπίστωσε πως τελικά δεν ήταν τόσο ταλαντούχα, αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία, την οποία γνώρισε σε μικρή ηλικία. Ξεκίνησε ως συντάκτρια και στη συνέχεια βρέθηκε να είναι διευθύντρια σύνταξης για περισσότερο από δέκα χρόνια στα περιοδικά «Cosmopolitan» και «Colt» ταξιδεύοντας για τις ανάγκες του ρεπορτάζ από το Λονδίνο έως το Λας Βέγκας. Αρθρογραφούσε παράλληλα και στα «Ενα», «Και», «Τέταρτο», «Κλικ», «Νίτρο», «Downtown». Το 1994 ξεκίνησε τη συνεργασία της με καθημερινή στήλη στην «Απογευματινή», ενώ το 2005 μετακομίζει στο «Εθνος». Η έκρηξη της δημοφιλίας των ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών τη βρήκε στο τιμόνι εκπομπών στις συχνότητες των Top FM, Αθήνα 9,84 και Antenna FM.
Στην τηλεόραση από τη θέση της βοηθού τηλεπαιχνιδιών βρέθηκε να είναι κεντρική παρουσιάστρια σε εκπομπές κυρίως της ΕΡΤ, όπως οι «10-2» (2002), «Σε χρόνο TV» (2005), «Εμείς οι γυναίκες» (2007). Πέρασε βέβαια και από τα ιδιωτικά κανάλια, κερδίζοντας αναγνώριση για τη συμμετοχή της σε εκπομπές όπως «Mega Star» (1990), «Πρωινό παράθυρο» (1994). Τα τελευταία χρόνια είχε γράψει και δύο παιδικά βιβλία, ενώ ήταν ιδρυτικό μέλος της ιστοσελίδας protagon.gr.
Ηταν παντρεμένη με τον γιατρό και καθηγητή Ψυχιατρικής στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο Νίκο Στεφανή (γιο του πρώην υπουργού Υγείας του ΠΑΣΟΚ, επί κυβέρνησης Κώστα Σημίτη, Κώστα Στεφανή) και μαζί του απέκτησε τον γιο της Οδυσσέα, που είναι σήμερα 12 ετών. Η οικογένεια το 2011 μετακόμισε για λίγα χρόνια στο Περθ της Αυστραλίας, γεγονός που στοίχισε στη Βαγιάννη τη δουλειά της στον ελληνικό Τύπο. Στις εκλογές του 2015 κατέβηκε υποψήφια στον Νομό Μαγνησίας με Το Ποτάμι, χωρίς ωστόσο να εκλεγεί.
Η κηδεία θα γίνει την Πέμπτη στις 17.30 στο Κοιμητήριο της Κάτω Κηφισιάς, όπου βρίσκεται ο οικογενειακός τάφος της οικογένειας Στεφανή