Τρία εικοσιτετράωρα μετά την επίθεση με drones φορτωμένα εκρηκτικά που καταγγέλλει ότι δέχθηκε στο Καράκας ο Νικολάς Μαδούρο, πολλά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Μια μυστηριώδης ομάδα ανταρτών ανέλαβε την ευθύνη. Ο ίδιος ο βενεζουελανός πρόεδρος κατηγόρησε ως υπευθύνους την «Ακροδεξιά», δηλαδή την αντιπολίτευση της χώρας του, τον κολομβιανό πρόεδρο Χουάν Μανουέλ Σάντος, καθώς και κατοίκους της Φλόριντα, και υποσχέθηκε τη «μέγιστη τιμωρία». Οι Αρχές έχουν ήδη ανακοινώσει τη σύλληψη έξι «τρομοκρατών». Αναλυτές εκτιμούν ότι οι εικόνες που μεταδόθηκαν ζωντανά έκαναν τον Μαδούρο να φανεί ευάλωτος, η όποια αδυναμία βγήκε προς τα έξω ωστόσο αντισταθμίζεται από τη δικαιολογία που έχει τώρα να εντείνει την καταστολή στους εσωτερικούς, πραγματικούς ή απλώς θεωρούμενους από τον ίδιο ως εχθρούς του. Αυτό ακριβώς φοβάται και η αντιπολίτευση. Ανεξάρτητα από τη συνέχεια ωστόσο, οι καταγγελίες του προέδρου της Βενεζουέλας ζωντάνεψαν μια απειλή που οι ειδικοί σε θέματα ασφαλείας φοβούνται εδώ και καιρό: τη χρήση drones από εξτρεμιστικές ομάδες για την εξαπόλυση βομβιστικών, χημικών ή βιολογικών επιθέσεων.
ΟΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ. Ενα «τετρακόπτερο» (quadcopter) drone με 20λεπτη δυνατότητα πτήσης και εμβέλεια μεγαλύτερη των 1.500 μέτρων κοστίζει στο Ιντερνετ λιγότερα από 800 ευρώ, αν και γενικά είναι ικανό να μεταφέρει περιορισμένο φορτίο. Τρομοκρατικές ομάδες όπως το ISIS έχουν ήδη χρησιμοποιήσει drones για τη ρίψη χειροβομβίδων ή στέλνοντάς τα απλώς να συντριβούν πάνω σε κτίρια. Και περιστατικά που ήγειραν τον κίνδυνο επιθέσεων σε αρχηγούς κρατών έχουν καταγραφεί τουλάχιστον από το 2015. Τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς ένα drone συνετρίβη στους κήπους του Λευκού Οίκου όταν ο χειριστής του έχασε τον έλεγχο, πυροδοτώντας φόβους πως η οικία του αμερικανού προέδρου ενδεχομένως να είναι ευάλωτη. Λίγους μήνες αργότερα ένας άνδρας που διαμαρτυρόταν για την πυρηνική πολιτική της Ιαπωνίας έριξε ένα drone το οποίο μετέφερε ραδιενεργή άμμο από τη Φουκουσίμα στο πρωθυπουργικό γραφείο – η ποσότητα της ραδιενέργειας ήταν βέβαια ελάχιστη. Και πριν από μερικούς μήνες όμως οι σαουδαραβικές δυνάμεις ασφαλείας κατέρριψαν ένα drone αναψυχής κοντά σε ένα βασιλικό παλάτι, εμπνέοντας πρόσκαιρα φήμες περί απόπειρας πραξικοπήματος. Drones έχουν χρησιμοποιήσει για να στείλουν το μήνυμά τους και ακτιβιστικές ομάδες, όπως η Greenpeace.
Το πρόβλημα για τους αναλυτές είναι πως η εξάπλωση των drones που προορίζονται κανονικά για μέσα ψυχαγωγίας, ή και επαγγελματικά εργαλεία, μπορεί όμως να χρησιμοποιηθούν για συμβατικές ή κυβερνοεπιθέσεις, εμπόριο ναρκωτικών ή παρακολούθηση, είναι τόσο ταχεία που υπερακοντίζει τον νόμο. «Πρόκειται για μια εν δυνάμει πολύ σοβαρή απειλή την οποία είμαστε επί του παρόντος ανέτοιμοι να αντιμετωπίσουμε» προειδοποίησαν γραπτώς το Κογκρέσο τον Ιούνιο δύο ανώτεροι αξιωματούχοι του αμερικανικού υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας, ο Ντέιβιντ Γκλο και η Χέιλι Τσανγκ, ζητώντας μεγαλύτερες εξουσίες για την ιχνηλάτηση και την εξουδετέρωση drones. Επικαλούμενοι τον κίνδυνο κατάχρησης εξουσίας ωστόσο, οι ακτιβιστές υπέρ των ατομικών ελευθεριών δεν θέλουν να δοθεί στην κυβέρνηση ευρεία δύναμη προληπτικής εξουδετέρωσης.
Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΠΑΡΕΜΒΟΛΩΝ. Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνει ο Νταν Γκέτινγκερ, συν-προεδρεύων του Κέντρου Μελέτης Drone στο Bard College, πολλά συστήματα αντιdrone, όπως οι επονομαζόμενοι jammers (παρεμβολείς), που «σπάνε» τη σύνδεση ανάμεσα στον χειριστή και στο όχημα, δύσκολα μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε ζώνες μη μάχης, λόγω του κινδύνου παρεμβολών στις επικοινωνίες, για παράδειγμα, των εμπορικών αεροσκαφών ή των δυνάμεων ασφαλείας.
Το θετικό είναι πως, σύμφωνα με πολλούς ειδικούς, είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποκτήσει κανείς πρόσβαση σε στρατιωτικά drones και οι συνέπειες της οποιασδήποτε επίθεσης με ένα drone διαθέσιμο στην αγορά είναι πεπερασμένες. Αλλοι ωστόσο επισημαίνουν ότι οι ψυχολογικές συνέπειες μιας μικρής, πλην όμως επιτυχημένης επίθεσης μπορεί να υπερβούν κατά πολύ την πραγματική ζημιά, επιτυγχάνοντας τον στόχο της εξάπλωσης του τρόμου που έχουν κάνει αποστολή τους πολλές εξτρεμιστικές οργανώσεις, όπως το ISIS και η Αλ Κάιντα.