«Πρώτα αποκτήσαμε τη βόμβα και αυτό ήταν καλό / Γιατί αγαπάμε την ειρήνη και τη μητρότητα / Μετά απέκτησε τη βόμβα η Ρωσία, αλλά δεν πειράζει / Γιατί έτσι διατηρείται η ισορροπία των δυνάμεων! / Ποιος έχει σειρά;».

Με αυτόν τον τρόπο ξεκινά ένα αθάνατο τραγούδι για τη διάδοση των πυρηνικών όπλων που γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 από τον 90χρονο σήμερα αμερικανό μουσικό, κωμικό και μαθηματικό Τομ Λέρερ. Ο Λέρερ απαντά μόνος στην ερώτησή του. Και καταλήγει: «Θα προσπαθήσουμε να μείνουμε ήρεμοι και γαλήνιοι / Οταν αποκτήσει τη βόμβα η Αλαμπάμα». Εξ όσων γνωρίζουμε, αυτό δεν συνέβη ποτέ. Μπορεί όμως – αναρωτιέται η Κοστάνζ Στέλζενμιούλερ μέσω των «Financial Times» – να είναι η επόμενη υποψήφια η Γερμανία;

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ. Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, μέχρι πολύ πρόσφατα, μια τέτοια ερώτηση θα ήταν αδιανόητη. Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το 3ο Πρωτόκολλο της Συνθήκης των Βρυξελλών απαγόρευε στη Γερμανία την κατοχή πυρηνικών, βιολογικών ή χημικών όπλων. Στη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Οπλων του 1968, καθώς και στη Συμφωνία 2+4 του 1990, η χώρα δεσμεύτηκε να μην αποκτήσει ποτέ πυρηνικά όπλα. Φιλοξενεί βέβαια αμερικανικές πυρηνικές βόμβες σε μια γερμανική αεροπορική βάση, στο πλαίσιο της διευρυμένης δύναμης αποτροπής του ΝΑΤΟ, αλλά αυτές τελούν υπό αμερικανικό έλεγχο. Μετά την πυρηνική καταστροφή της Φουκουσίμα, μάλιστα, η Ανγκελα Μέρκελ έφτασε να ανακοινώσει σχέδιο εγκατάλειψης της πυρηνικής ενέργειας μέχρι το 2022.

ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ. Και εντούτοις, η συζήτηση γίνεται. Το επιβεβαιώνει  πρόσφατο πρωτοσέλιδο της κυριακάτικης «Die Welt» που απεικόνιζε μια ατομική βόμβα καλυμμένη με τη γερμανική σημαία υπό το ερώτημα «Μας χρειάζεται η βόμβα;». Η απάντηση που έδινε, στην ίδια εφημερίδα, ο Κρίστιαν Χάκε, ένας γερμανός ακαδημαϊκός και πολιτικός επιστήμονας, ο οποίος διατηρεί στενούς δεσμούς με πρωτοκλασάτα στελέχη της κυβέρνησης και του στρατιωτικού κατεστημένου και θεωρείται πως ασκεί σημαντική επιρροή στην εξωτερική πολιτική της Γερμανίας, ήταν ένα ξεκάθαρο «ναι». «Δεδομένων των νέων διατλαντικών αβεβαιοτήτων και των δυνητικών αντιπαραθέσεων, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα σε μια εθνική άμυνα βασισμένη στην πυρηνική αποτρεπτική δύναμη» σημείωνε ο Χάκε.

«Από τη στιγμή που η αμερικανική πυρηνική εγγύηση έχει γίνει αμφίβολη και καμία ευρωπαϊκή εναλλακτική δεν δείχνει εφικτή, το συμπέρασμα είναι πως σε ακραίες περιπτώσεις η Γερμανία δεν μπορεί να στηρίζεται παρά μόνο στον εαυτό της» συνέχιζε. «Η Γερμανία δεν μπορεί πλέον να βασίζεται 100% στο δεδομένο ότι μια σύμμαχος πυρηνική δύναμη θα επενέβαινε ατομικά για την ασφάλειά της σε μια έκτακτη ανάγκη. Το βλέμμα λοιπόν στρέφεται αναγκαστικά στον λευκό ελέφαντα στο δωμάτιο, για τον οποίο κανείς δεν θέλει να μιλήσει στη Γερμανία. Πώς μας φαίνεται μια πιθανή πυρηνική Γερμανία;».

Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ. Πολύ σύντομα, ειδικοί απέρριψαν την ιδέα ως «απερίσκεπτη, ανόητη και εμπρηστική» – για να δανειστούμε τα λόγια ενός πρώην υποδιοικητή της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Πληροφοριών. «Τα απολίτιστα tweets του αμερικανού προέδρου σίγουρα δεν θα γίνονταν ποτέ αποδεκτά από τους συμμάχους μας ως ένας επαρκής λόγος καταστροφής του διεθνούς καθεστώτος μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων που ανέκαθεν αποτελούσε σημαντική έγνοια της Γερμανίας» σημείωσε ο Πέτερ Αμον, παλαιός πρεσβευτής της Γερμανίας στην Ουάσιγκτον και στο Λονδίνο. «Για μια χώρα που φοβάται τόσο μήπως βρεθεί απομονωμένη στην Ευρώπη», προσυπέγραψε η Στέλζενμιούλερ, «ένα τέτοιο βήμα θα ισοδυναμούσε με στρατηγική αυτοκτονία. Κανένα παραδοσιακό κόμμα δεν θα το υποστήριζε».

Μια άλλη, πιο βιώσιμη ενδεχομένως ιδέα θέλει τη Γερμανία να πείθει τη Γαλλία και τη Βρετανία να προσφέρουν μια εγγύηση πυρηνικής ασφάλειας για όλη την Ευρώπη. Υπάρχουν σε κάθε περίπτωση κάποιοι, όπως η Ούλρικε Φράνκε, αναλύτρια στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων, που θεωρούν πως είναι σημαντικό και για τη Γερμανία και για την Ευρώπη να γίνει αυτή η συζήτηση: «Αυτό που συνειδητοποιεί σιγά σιγά η Γερμανία είναι πως η γενική δομή του ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας δεν είναι προετοιμασμένη για το μέλλον».