Η επόμενη μέρα της εξόδου από το Μνημόνιο δεν θα είναι περίπατος στο πάρκο. Εάν η κυβέρνηση χαράξει την πορεία της με γνώμονα παροχές χωρίς μέτρο, οι αγορές καραδοκούν και η ελληνική οικονομία και κοινωνία θα είναι αυτές που θα πληρώσουν τελικά, για μία ακόμα φορά, τον λογαριασμό. Μηνύματα σε αυτή την κατεύθυνση εκπέμπουν διαρκώς διεθνείς αναλυτές και θεσμοί, αλλά χθες τα καμπανάκια χτύπησαν εκ των έσω.

Το φρένο στην παροχολογία μπήκε στην κυβέρνηση από έναν «δικό της» άνθρωπο. Ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης, μέχρι πρότινος γενικός γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και νυν επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, χωρίς πολιτικές κορόνες, αλλά με μια έκθεση οικονομικά δομημένη και τεκμηριωμένη, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου.

Αναγνώρισε τον κίνδυνο να υπάρξουν πολιτικές πιέσεις για επεκτατική πολιτική και πισωγυρίσματα στον ρυθμό εφαρμογής μεταρρυθμίσεων και συνέστησε να περιοριστούν στο ελάχιστο οι κίνδυνοι αυτού του είδους. Οσον αφορά δύο από τα πλέον καυτά θέματα της οικονομικής πολιτικής των επόμενων μηνών που αφορούν την αύξηση των μισθών και τις προνομοθετημένες μειώσεις στις συντάξεις, οι αποστάσεις ασφαλείας από τη διατύπωση θέσεων που θα μπορούσαν να ανοίξουν πολιτικό ζήτημα τηρούνται με ευλάβεια στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού.

 

ΚΡΙΣΙΜΟΙ ΜΗΝΕΣ. Από τις τοποθετήσεις Κουτεντάκη, στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου, προκύπτει ότι οι κοινωνικές ανάγκες θα μπορούσαν να υποδείξουν αύξηση του κατώτατου μισθού παρά το γεγονός ότι η πορεία της παραγωγικότητας της εργασίας δεν φαίνεται επί του παρόντος να δημιουργεί τέτοια περιθώρια, ενώ ο γόρδιος δεσμός των συντάξεων, εάν δεν λυθεί σε συμφωνία με τους δανειστές, συνιστά παράγοντα ικανό να επιφέρει τριγμούς στις αγορές και στην οικονομία.

Οι πρώτοι μήνες που θα ακολουθήσουν την έξοδο από το πρόγραμμα θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι, σημειώνεται στην έκθεση, «καθώς τα μηνύματα που θα στείλει η κυβέρνηση θα επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία της εγχώριας οικονομικής πολιτικής και κατά συνέπεια το ύψος των επιτοκίων της αγοράς». Συνεπώς, συνεχίζει η έκθεση, «θα πρέπει να περιοριστούν στο ελάχιστο οι κίνδυνοι οι οποίοι προέρχονται από πολιτικές πιέσεις που θα ασκηθούν για περισσότερο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και επιβράδυνση εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων μετά το τέλος του προγράμματος».

Το Γραφείο Προϋπολογισμού εκτιμά πως το πρώτο εξάμηνο του έτους το πρωτογενές αποτέλεσμα γενικής κυβέρνησης ήταν αυξημένο κατά 613 εκατ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό εξάμηνο. Καλά νέα θα μπορούσε να τα θεωρήσει κανείς, όταν το περσινό ετήσιο αποτέλεσμα ξεπέρασε το 4% του ΑΕΠ ακόμα και μετά τη διανομή κοινωνικού μερίσματος.

Προβλέψεις για το σύνολο του έτους το Γραφείο Προϋπολογισμού δεν κάνει. Υπενθυμίζει όμως, όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, ότι οι στόχοι φέτος είναι διπλάσιοι (από 1,75% του ΑΕΠ σε 3,5% του ΑΕΠ) και δεν επηρεάζονται από την ελάφρυνση των χρηματοδοτικών αναγκών που εξασφάλισε η απόφαση ρύθμισης του χρέους. Πρακτικά το μήνυμα θα μπορούσε να κωδικοποιηθεί στη φράση «κρατήστε μικρό καλάθι».

 

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΝΤ. Σε μια ρεαλιστική προσέγγιση άλλωστε, μακράν των σεναρίων απανωτών αναβαθμίσεων της ελληνικής οικονομίας μετά τα μέτρα διευθέτησης του χρέους που θα έφερναν την Ελλάδα με άνεση πίσω στις αγορές, τα οποία καλλιεργούσε η κυβέρνηση τους προηγούμενους μήνες, το ΓΠΚΒ σημειώνει την αβεβαιότητα που προκαλούν οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ αναφορικά με τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους και τις επιπτώσεις στον οδικό χάρτη «ολιστικής» επανόδου στις αγορές.

«Οι μακροπρόθεσμες αμφιβολίες που εκφράζονται στην έκθεση του ΔΝΤ ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τις αγορές και να καθυστερήσουν την αναβάθμιση των ελληνικών τίτλων από τους οίκους αξιολόγησης». Ούτε η έξοδος στις αγορές είναι περίπατος στο πάρκο…

Κατά την εκτίμηση του Κουτεντάκη αναφορικά με τα επόμενα βήματα εξόδου στις αγορές, «δεν υπάρχει θέμα βιασύνης και τα επόμενα βήματα πρέπει να είναι προσεκτικά και καλοσχεδιασμένα». Ούτως ή άλλως, όπως είπε, «έχεις την πολυτέλεια να περιμένεις». Υπάρχει το «μαξιλάρι» των 24,1 δισ. ευρώ.

ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ. Ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού επανέλαβε το πρώτο σκέλος της κυβερνητικής ρητορικής των τελευταίων μηνών, σύμφωνα με την οποία «δημοσιονομικά η περικοπή των συντάξεων δεν είναι απαραίτητη». Το σκεπτικό είναι ότι ο στόχος για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ καλύπτεται χωρίς να κοπούν οι συντάξεις και επομένως, όπως έχουν δηλώσει κυβερνητικά στελέχη το προηγούμενο διάστημα, οι συντάξεις δεν θα κοπούν. Οι δανειστές βέβαια έχουν αντίθετη άποψη. Οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται, είναι το κοινό μήνυμα ESM, ΕΚΤ και ΔΝΤ, με την Κομισιόν να διαφοροποιείται οριακά βάζοντας μια παράμετρο «ευελιξίας», τουλάχιστον στις δηλώσεις στελεχών της. Ο Κουτεντάκης πρόσθεσε χθες πως «πολιτικά έχει συμφωνηθεί και έχει νομοθετηθεί και επομένως θα πρέπει να υπάρξει αλλαγή πολιτικής με ό,τι επιπτώσεις μπορεί να έχει».

Η κυβέρνηση προφανώς θέλει να αποφύγει το πικρό ποτήρι της μείωσης των συντάξεων. Ιδανικά να ακυρώσει το μέτρο. Εναλλακτικά να το αναβάλει ή έστω να περιορίσει το μέγεθος των περικοπών. Τα περιθώρια θα κριθούν το φθινόπωρο, όταν οι δανειστές επανέλθουν για τον πρώτο μεταμνημονιακό έλεγχο, χωρίς κανείς να μπορεί να αποκλείσει ακόμα και μονομερείς ενέργειες.