Μια στήλη που ανήκει – όπως όλες άλλωστε οι στήλες μιας εφημερίδας – στους αναγνώστες της και ελάχιστα ή καθόλου στον άνθρωπο που τη γράφει ή την επιμελείται, για μία μόνο φορά ζητάει συγγνώμη, αφού εκ των πραγμάτων συνδυάζεται με τον συντάκτη της, αν και η πρόθεσή της είναι ένα άλλο πρόσωπο. Το πρόσωπο αυτό δεν είναι παρά ο Μάνος Ελευθερίου, έστω και σε σχέση μ’ ένα βιβλίο που συνυπογράφαμε – εννοούμε τη «Δεκαετία του ’60» – και εκδομένο για πρώτη φορά το 2005, προσφερόταν μαζί με «Το Βήμα» της περασμένης Κυριακής. Φρέσκια η πληγή και ανείπωτη η θλίψη που έχει προκαλέσει ο θάνατος του δημιουργού του μυθιστορήματος «Φαρμακείον εκστρατείας», έχουμε μείνει και εμείς οι ίδιοι που αισθανόμαστε να τον έχουμε γνωρίσει τόσο καλά κυριολεκτικά ενεοί μπροστά σε μια μεταθανάτια ανακάλυψη. Ακούγοντας συχνά το τραγούδι του «Μαρκίζα» και ιδιαίτερα τους στίχους «Και συ που ξέρεις όσα η καταιγίδα / δεν έχεις κάτι για να μου πεις», συνειδητοποιούμε εκ των υστέρων ότι πρόκειται για στίχους εντελώς αυτοβιογραφικούς, όπως συνδυάζοντάς τους με το κείμενό του στο βιβλίο «Η δεκαετία του ’60», προβάλλεται ανάγλυφα μπροστά στα μάτια μας ένας δημιουργός που, αν και ανοιχτής θαλάσσης και τεράστιου βεληνεκούς, τα μικρά της ζωής, τα σβησμένα ακόμη κι από τη μνήμη των ανθρώπων που τα είχανε ζήσει, υπήρξε ο επιούσιος άρτος του. Αισθανόταν πραγματικά να αποκτά έναν θησαυρό, αν γινόταν να παρασταθεί μάρτυρας ενός περιστατικού που η ζωή μας το κάνει γνωστό σε μια αιφνίδια έξαρσή της, ενώ το πιθανότερο είναι να μην το πληροφορηθούμε ποτέ.
Αρχές Απριλίου του 2008, μετά την κηδεία της Ελενας Ναθαναήλ, τέσσερις – πέντε φίλοι της μαζεμένοι σε ένα τραπέζι του κυλικείου για τον καφέ, παρατηρούμε τον Ελευθερίου που είχε μείνει αδάκρυτος σε όλη τη διάρκεια της τελετής, να ξεσπά σε γοερά κλάματα, όταν ρωτώντας έναν άγνωστό μας που είχε καθίσει συνεσταλμένα κοντά μας, τι συγγένεια είχε με την ηθοποιό που μόλις είχαμε ξεπροβοδίσει, του είπε: «Εχω ένα τυροπιτάδικο έξω απ’ την Ιστιαία, κι όποτε η Ελενα περνούσε για να πάει στο χωριό της, στις Ροβιές, σταματούσε και κουβέντιαζε μαζί μου για κανένα τέταρτο».