Ενα καινούργιο ρεκόρ αναμένεται να καταρρίψει στο τέλος του χρόνου ο ελληνικός τουρισμός. Οι φετινές αφίξεις εκτιμάται ότι θα σπάσουν το περσινό «φράγμα» των 30 εκατομμυρίων ξένων επισκεπτών! Εφόσον δεν υπάρξει αντίστοιχη πορεία και στα τουριστικά έσοδα, που πέρυσι ανήλθαν σε 14,5 δισ. ευρώ, τότε τα ρεκόρ του ελληνικού τουρισμού θα γίνουν δύο…

Ωστόσο, παρά τους εξαιρετικούς οιωνούς στο μέτωπο των αφίξεων, υπάρχουν και οι… αστερίσκοι. Για παράδειγμα, τα στοιχεία που ανακοίνωσε μόλις πρόσφατα η Τράπεζα της Ελλάδος και αφορούν τις αφίξεις και τα τουριστικά έσοδα του πρώτου πενταμήνου έρχονται να καταδείξουν την παρατεινόμενη αδυναμία της χώρας να προσελκύσει τουρίστες υψηλού εισοδήματος.

Συγκεκριμένα, την περίοδο Ιανουαρίου – Μαΐου 2018, ενώ η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση αυξήθηκε κατά 16,8%, η μέση δαπάνη ανά ταξίδι αυξήθηκε μόλις κατά 5,4%, δηλαδή κατά 24 ευρώ!

Την ίδια στιγμή, για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια, καταγράφεται πτωτική ζήτηση στις κρατήσεις της τελευταίας στιγμής (last minute) για τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, γεγονός που από πλευράς ξενοδόχων χαρακτηρίζεται ως «μια ισχυρή προειδοποίηση» για το 2019. Η μείωση αποδίδεται κυρίως στο ότι η ζήτηση για Τουρκία, Αίγυπτο, Μαρόκο, Τυνησία ανακάμπτει συγχρόνως και ραγδαία.

Οι θεσμικοί εκπρόσωποι του κλάδου επιμένουν ότι ο ελληνικός τουρισμός θα έχει μπει σε σταθερή τροχιά ανόδου μόνο όταν εξαλείψει την εποχικότητα και αρχίσει να προσελκύει τουρίστες με υψηλά εισοδήματα.

ΥΨΗΛΗ ΕΠΟΧΙΚΟΤΗΤΑ. Σε ό,τι αφορά το μέτωπο της εποχικότητας, από μελέτη του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ) διαπιστώνεται ότι εξακολουθεί να παραμένει υψηλή, καθώς στο τετράμηνο Ιουνίου – Σεπτεμβρίου (το 2016 και το 2017) καταγράφονται το 70% των αφίξεων και σχεδόν το 80% των διανυκτερεύσεων στα τουριστικά καταλύματα!

Παράλληλα, παρατηρείται έντονος δυϊσμός στον ελληνικό τουρισμό, ο οποίος επηρεάζει όλες τις τουριστικές μεταβλητές: Από τη μια πέντε περιφέρειες (Αττική, Κρήτη, Νότιο Αιγαίο, Κεντρική Μακεδονία, Ιόνια Νησιά) εξακολουθούν να συγκεντρώνουν πάνω από το 85% των τουριστικών ροών στη χώρα και από την άλλη το μέσο μέγεθος του ελληνικού ξενοδοχείου παραμένει για χρόνια σταθερό γύρω στα 42 δωμάτια.

Είναι γεγονός ότι το 2017, σε σχέση με το 2016, καταγράφηκε ποσοστιαία άνοδος της τάξεως του 11,3% στο μέσο έσοδο ανά δωμάτιο με βάση τις κατηγορίες των ξενοδοχείων. Ωστόσο, η ονομαστική αύξηση που παρατηρήθηκε στο ακαθάριστο μέσο έσοδο ανά δωμάτιο δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση και στο καθαρό έσοδο, καθώς το ξενοδοχειακό προϊόν επιβαρύνεται πλέον σημαντικά από την άμεση και έμμεση φορολογία. Ετσι, για να μπορέσουν τα ξενοδοχεία να παραμείνουν ανταγωνιστικά, υποχρεώνονται να συγκρατούν τις τιμές τους.

ΜΕΙΩΜΕΝΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ. Στο άλλο μέτωπο, αυτό της προσέλκυσης τουριστών με υψηλά εισοδήματα, οι αριθμοί δείχνουν ότι αρκετά πριν από την περίοδο της οικονομικής κρίσης η Ελλάδα είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε πολύ φτηνό προορισμό. Ειδικότερα, η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη από 745,7 ευρώ που ήταν το 2005 κατρακύλησε στα 687,3 ευρώ το 2009, για να πέσει στα 485,1 ευρώ το 2017! Φέτος, μέσα στο πρώτο πεντάμηνο, η μέση δαπάνη ανά ταξίδι διαμορφώθηκε μόλις στα 455,5 ευρώ!

Την ίδια πορεία ακολούθησαν και οι δαπάνες των τουριστών που προέρχονται από τις σημαντικές για τον ελληνικό τουρισμό «δεξαμενές». Συγκεκριμένα, η μέση δαπάνη ανά ταξίδι των γερμανών επισκεπτών της Ελλάδας διαμορφώθηκε το 2017 στα 688,8 ευρώ από 803,4 ευρώ το 2005.

Αντίστοιχα, η περσινή μέση δαπάνη ανά ταξίδι των τουριστών από τη Βρετανία ήταν 687,8 ευρώ (845 ευρώ το 2005), των Γάλλων 700 ευρώ (819,7 ευρώ το 2005), των Ιταλών 522,7 ευρώ (779,5 ευρώ το 2005), των Αμερικανών 941,1 ευρώ (1.211 ευρώ το 2005) και των Ρώσων 710,3 ευρώ (από 1.212 ευρώ το 2005).