Το καλοκαίρι του 2011, ο Ταργέι Γένσεν Μπεκ ήταν 19 χρόνων. Μέλος της Νεολαίας του κυβερνώντος τότε Εργατικού Κόμματος της Νορβηγίας, βρισκόταν όπως και εκατοντάδες άλλοι νέοι στο νησί Ουτόγια όταν έφτασε εκεί, παριστάνοντας τον αστυνομικό, ο Αντερς Μπρέιβικ. Μέχρι να συλληφθεί, 69 άνθρωποι είχαν χάσει τη ζωή τους – πέραν των οκτώ που είχαν σκοτωθεί νωρίτερα στη βομβιστική επίθεσή του στο κέντρο του Οσλο. Ο Μπεκ επέζησε. Χρειάστηκε όμως να υποβληθεί σε 25 επεμβάσεις. Είκοσι έξι χρόνων σήμερα, δημοτικός σύμβουλος εκλεγμένος με το Εργατικό Κόμμα, δέχεται μηνύματα όπως αυτό: «Είσαι ένας προδότης. Θα ήταν καλύτερα για εμάς αν είχες μείνει στην Ουτόγια και δεν είχες επιβιώσει. Κρίμα που ο Μπρέβικ δεν στόχευσε καλύτερα». Ή και αυτό: «Κοίτα την επόμενη φορά που θα περάσεις τη γωνία ενός δρόμου, θα είμαι εκεί με ένα Magnum και θα πεθάνεις, βρωμογουρούνι».

ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ. Αλλά ο Ταργέι Γένσεν Μπεκ δεν είναι μοναδική περίπτωση, είναι μόνο ένα παράδειγμα. Επτά χρόνια μετά τη διπλή τρομοκρατική επίθεση που πραγματοποίησε στις 22 Ιουλίου του 2011 στο όνομα της ακροδεξιάς εξτρεμιστικής ιδεολογίας του ο Μπρέιβικ, έξι χρόνια αφότου καταδικάστηκε σε 21ετή κάθειρξη, έρευνα της νορβηγικής εφημερίδας «Aftenposten» αποκάλυψε πως πολλοί επιζήσαντες της Ουτόγια γίνονται στόχος ύβρεων και απειλών. Οι αποκαλύψεις αυτές, σημειώνει η γαλλική «Le Monde», ανάγκασαν την αστυνομία να αναλάβει δράση. Η ομάδα καταπολέμησης των εγκλημάτων μίσους που ιδρύθηκε το 2014 στους κόλπους της αστυνομίας του Οσλο ήρθε σε επαφή με την AUF, τη Νεολαία του Εργατικού Κόμματος. Η τελευταία αναγνώρισε πως δεν έχει προχωρήσει σε συστηματική καταγραφή των ύβρεων και των απειλών που έχουν δεχθεί και συνεχίζουν να δέχονται επιζήσαντες της Ουτόγια. Παρ’ όλ’ αυτά, από τους 36 αποστολείς μηνυμάτων μίσους που αναφέρονταν στο ρεπορτάζ της «Aftenposten», οι 29 ταυτοποιήθηκαν. Πρόκειται, κατά κανόνα, για άνδρες μετρίου εισοδήματος, ιδιαίτερα επικριτικούς απέναντι στο Εργατικό Κόμμα, το οποίο κατηγορούν ότι ακολουθεί μια πολιτική εξισλαμισμού της Νορβηγίας. Οπως έκανε και ο Μπρέιβικ.

Οι επιθέσεις της 22ας Ιουλίου του 2011 είχαν παράδοξες συνέπειες σε αυτή τη χώρα που κυβερνάται, τα τελευταία πέντε χρόνια, από μία συμμαχία η οποία συνασπίζει το Συντηρητικό Κόμμα και το λαϊκιστικό, αντιμεταναστευτικό Κόμμα της Προόδου – μέλος του οποίου υπήρξε και ο Μπρέιβικ για δέκα χρόνια, προτού αποχωρήσει.

ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΜΙΣΟΥΣ. Από τη μία πλευρά, τα θύματα δεν τόλμησαν σε γενικές γραμμές να βγουν μπροστά. «Πολλοί από όσους βίωσαν την 22α Ιουλίου φοβήθηκαν να συμμετάσχουν στη συζήτηση» λέει με λύπη μία επιζήσασα, η Τόνιε Μπρένα. «Φοβόμασταν μήπως μας κατηγορήσει ο κόσμος ότι προσπαθούμε να εκμεταλλευτούμε αυτό που μας συνέβη». Επιπλέον, το εθνικό πένθος και η ενότητα που έφερε η επίθεση δεν κράτησαν πολύ. «Θυμοί και αμφισβητήσεις που αφέθηκαν για λίγο στην άκρη επιστρέφουν στο προσκήνιο με τη μορφή μιας ρητορικής μίσους από εκείνους που εκτιμούσαν πως δεν υπήρχε χώρος να εκφραστούν στη δημόσια συζήτηση» σημειώνει ο Χένρικ Σίσε, φιλόσοφος και ερευνητής στο Ινστιτούτο Ερευνας για την ειρήνη του Οσλο.

Οπως επισημαίνει ένας νορβηγός ανθρωπολόγος, ο Σίντρε Μπάνγκσταντ, «ισχυρές οργανώσεις προερχόμενες από την κοινωνία των πολιτών, όπως η Human Rights Services, που εξασφαλίζουν εκατομμύρια κορόνες από δημόσια κονδύλια χάρη στα μεγάλα τους δίκτυα στους κύκλους του Κόμματος της Προόδου, αλλά και από τα χρήματα πλούσιων νορβηγών επιχειρηματιών που στηρίζουν την κυβέρνηση, παράγουν καθημερινά αντιμουσουλμανική ρητορική μίσους. Το ίδιο δίκτυο δισεκατομμυριούχων χρηματοδοτεί νέα ακροδεξιά μίντια, όπως το Resett». Η θεωρία συνωμοσίας που θέλει ειδικά το Εργατικό Κόμμα να έχει ακόμα και σήμερα μια κρυφή επαναστατική ατζέντα με στόχο την καταστροφή της δημοκρατίας και της χριστιανικής πολιτισμικής κληρονομιάς της Νορβηγίας αποκτά ολοένα και περισσότερους οπαδούς. Και το αποτέλεσμα είναι να δέχονται απειλές νέοι άνθρωποι που επέζησαν πριν από επτά χρόνια της απόλυτης φρίκης.