Στάση αναμονής τηρούν οι έλληνες επιχειρηματίες που έχουν επενδύσει στην τουρκική οικονομία με αφορμή τις κλιμακούμενες εδώ και μήνες πιέσεις στο νόμισμα της γειτονικής χώρας.
Και μπορεί σε επιχειρηματικό επίπεδο να μην υπάρχουν επιπτώσεις καθώς οι εταιρείες τους είναι ως επί το πλείστον εξαγωγικές, ωστόσο η διαφαινόμενη αβεβαιότητα στο μακροϊκονομικό και πολιτικό περιβάλλον δεν αφήνει περιθώρια απόλυτου εφησυχασμού.
Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις που εγκαταστάθηκαν το 2017 στην Τουρκία αυξήθηκαν κατά 45%, ήτοι 254 περισσότερες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών της χώρας, ο αριθμός τους πλέον ανέρχεται στις 745, αν και το ύψος της αξίας των άμεσων ελληνικών επενδύσεων από το 2015 παρουσίασε τεράστια βουτιά. Είναι χαρακτηριστικό, σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Ελλάδας στην Αγκυρα, ότι το 2015 αυτές είχαν ανέλθει στα 4,9 δισ. δολάρια ενώ το 2017 υπολογίζονται σε 150 εκατ. δολ. Τα κεφάλαια αυτά είναι βέβαια αυξημένα σε σχέση με το 2016, οπότε και ήταν στα 114 εκατ. δολ. Η βουτιά αυτή αποδίδεται κατά κύριο λόγο στην πώληση της Finansbank από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας έναντι 2,7 δισ. ευρώ το 2015. Τα προηγούμενα χρόνια οι άμεσες ελληνικές επενδύσεις έβαιναν ανοδικά. Το 2013, σύμφωνα πάντα με την τελευταία έκθεση του γραφείου των ΟΕΥ στην Αγκυρα, αυτές ήταν στα 2,7 δισ. δολ. και το 2014 ανέβηκαν στα 3,3 δισ. δολ.
Σύμφωνα με δηλώσεις στα «ΝΕΑ» του προέδρου του Ελληνοτουρκικού Εμπορικού Επιμελητηρίου Παναγιώτη Κουτσίκου, «παρά τη διολίσθηση της λίρας έναντι του δολαρίου, οι ελληνικές όπως και άλλες ξένες επιχειρήσεις δεν βιώνουν κλίμα ανησυχίας». Οπως υποστηρίζει, «τα ανεβοκατεβάσματα της ισοτιμίας και οι κατά καιρούς διαταράξεις των διπλωματικών σχέσεων του Ερντογάν με άλλα κράτη είναι συχνά. Και οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν μάθει να ζουν με αυτά».
Το μυστικό όμως του κλίματος εμπιστοσύνης έχει να κάνει με τον χαρακτήρα των ελληνικών επιχειρήσεων που επενδύουν στην Τουρκία: «Πρόκειται για εξαγωγικές και συνεπώς βγαίνουν κερδισμένες από τη διαφορά ισοτιμίας λίρας – δολαρίου» σύμφωνα με τον Παναγιώτη Κουτσίκο.
Αλλά και ο πρόεδρος της Κεντρικής Ενωσης Επιμελητηρίων Ελλάδας Κωνσταντίνος Μίχαλος σημειώνει στα «ΝΕΑ» ότι «οι ελληνικές επιχειρήσεις στην Τουρκία είναι ως επί το πλείστον εξαγωγικές. Αρα πουλάνε σε δολάρια ή ευρώ και είναι κερδισμένες καθώς το κόστος τους, ιδίως το εργατικό, είναι σε τουρκικές λίρες. Αυτή η διαφορά τις βγάζει ωφελημένες».
Ως προς την άνοδο του αριθμού των ελληνικών επιχειρήσεων στην Τουρκία, ο πρόεδρος του Ελληνοτουρκικού Επιμελητηρίου την αποδίδει «στο φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον που υπάρχει στην Τουρκία για την προσέλκυση επενδύσεων. Επιπλέον, οι ελληνικές επιχειρήσεις έφυγαν από την Ελλάδα αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα της ύφεσης της ελληνικής οικονομίας και της ελλιπούς χρηματοδότησης. Στη γειτονική χώρα όταν ανοίγεις δραστηριότητα, αρκεί να είναι τουρκική η εταιρεία, εισπράττεις κι επιδότηση» σύμφωνα με τον Κουτσίκο.
Το ύψος των ελληνικών επενδύσεων στην Τουρκία έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την πώληση της Finansbank (έναντι 2,7 δισ. ευρώ) από την Εθνική Τράπεζα το 2015.
Οι ελληνικές εξαγωγές, σύμφωνα με το γραφείο ΟΕΥ στην Αγκυρα, έχουν ανοδική τροχιά και ανήλθαν στα 1,9 δισ. ευρώ το 2017 σημειώνοντας αύξηση 44,5% σε σχέση με το 2016. Τα ποσοστό αυτό είναι πολύ υψηλότερο της ποσοτιαίας αύξησης των τουρκικών εισαγωγών το 2017 (17,7%). Την ίδια περίοδο, οι εισαγωγές από Τουρκία αυξήθηκαν κατά 2,6% στο σύνολο και 11,5% χωρίς καύσιμα και ανήλθαν σε 1,4 και 1,2 δισ. ευρώ αντίστοιχα.
Τα αποτελέσματα αυτά, τα οποία μπορούν να αποδοθούν κυρίως στην άνοδο των οικονομιών των δύο χωρών, είχαν ως συνέπεια τη σημαντική βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, του οποίου το πλεόνασμα στο σύνολο των εμπορικών συναλλαγών ανήλθε σε 519 εκατ. ευρώ. Το ισοζύγιο στο σύνολο των προϊόντων χωρίς καύσιμα είναι ελλειμματικό για τα ελληνικά προϊόντα και ανήλθε σε 381 εκατ. ευρώ.
Τα κυριότερα ελληνικά εξαγόμενα προϊόντα είναι το βαμβάκι (πρώτη ύλη για την τουρκική κλωστοϋφαντουργία), το οποίο και παραμένει πρώτο (εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών – καυσίμων). Σημαντικές είναι οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων, πλαστικών, μηχανολογικού και ηλεκτρολογικού εξοπλισμού, αλουμινίου και χαλκοσωλήνων. Σημειώνεται η μικρή συμμετοχή των τροφίμων στο σύνολο των εξαγωγών, η οποία κυμαίνεται από 5,1% έως 8,5 % στο σύνολο χωρίς καύσιμα.
Τα κυριότερα εισαγόμενα προϊόντα από την Τουρκία περιλαμβάνουν προϊόντα χάλυβα, πλαστικά, οχήματα και ηλεκτρομηχανολογικό εξοπλισμό αλλά και έτοιμα ενδύματα, έπιπλα ενώ εντυπωσιακή είναι η αύξηση των εισαγωγών ψαριών (ιχθυοκαλλιέργειας).