Μια αμερικανική σχολή σκέψης υποστηρίζει ότι υπάρχουν δύο ειδών πολιτικοί, εκείνοι που είναι έξω και φυλάνε μωρά και οι άλλοι που περνάνε νομοσχέδια. Σπανίως κάποιος μπορεί να τα κάνει εξίσου καλά και τα δύο. Αν έπρεπε κανείς να εντάξει τον Αλέξη Τσίπρα σε μία από τις δύο κατηγορίες, αυτή θα ήταν σίγουρα η πρώτη. Αν δηλαδή έπρεπε να ορίσει το μεγαλύτερο ατού του ως επαγγελματία πολιτικού, αυτό θα ήταν το χάρισμα στην επικοινωνία. Ολες, όμως, οι τσιπρικές επιλογές στη διαχείριση της κυβερνητικής κρίσης μετά τις φονικές πυρκαγιές στην Ανατολική Αττική σκηνοθετήθηκαν έτσι ώστε να μην του δώσουν τη δυνατότητα να εκμεταλλευθεί το πιο δυνατό του όπλο. Για να το πούμε κάπως φιλοσοφικά, ακόμη κι όταν βρέθηκε στην περιοχή για αυτοψία, ο Πρωθυπουργός έμοιαζε να είναι σε απόσταση από τον τόπο.

Στην πιο πρόσφατη, βέβαια, απόπειρά του να εμφανιστεί «παρών» στα προβλήματα που, κατά την ανάλυσή του, πρωτίστως προκάλεσαν την τραγωδία – στο τελευταίο, δηλαδή, επεισόδιο της καμπάνιας της μπουλντόζας – ήταν και πρακτικά μακριά από τον τόπο της τραγωδίας. Πήγε την Τετάρτη στο Λαύριο που απέχει 57,4 χιλιόμετρα – ή αλλιώς κοντά μία ώρα με το αυτοκίνητο – από τη  Ραφήνα για να πει από το βήμα μιας αίθουσας στο Τεχνολογικό Πάρκο πως «το πένθος είναι εδώ και 15 μέρες παρόν σε όλες μας τις λέξεις και σε όλες μας τις κινήσεις». Και να εξαγγείλει μια δέσμη είκοσι μέτρων. Η σκηνογραφία και μόνο της συγκεκριμένης κυβερνητικής παράστασης αποδυνάμωνε το υποκριτικό ταλέντο του πρωταγωνιστή της. Παρότι εκείνος δεν μοίραζε χαμόγελα, όπως ορισμένοι από όσους ενσάρκωναν τους δεύτερους ρόλους.

Η αντιπολίτευση, μείζων και ελάσσων, έχει χαρακτηρίσει τον Τσίπρα παρών – απών πρωθυπουργό πιο ωμά. Τον έχει κατηγορήσει ότι επισκέφθηκε, φέρ’ ειπείν, το Μάτι «σε απόλυτα προστατευμένο περιβάλλον» και «σαν τον κλέφτη». Και τα φωτογραφικά στιγμιότυπα που δόθηκαν στη δημοσιότητα δεν τη διαψεύδουν. Πήγε εκεί μία εβδομάδα μετά την πυρκαγιά, και πήγε στις εννέα παρά το πρωί – την ώρα μάλιστα που δημοσιογράφοι και τηλεοπτικές κάμερες βρίσκονταν στη Ραφήνα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, διάλεξε να τον ακολουθεί δική του κάμερα, πλάνα της οποίας μοίρασε το Μαξίμου. Μέχρι και ανάμεσα σε αυτά, ωστόσο, υπήρχε μόνο ένα όπου συνομιλούσε με έναν πολίτη. Σε ελεύθερη απόδοση: επέλεξε να ελέγξει πλήρως την εικόνα που θα έβγαινε προς τα έξω. Και όμως, δεν κατόρθωσε να αποφύγει εκείνο που αποπειράθηκε να περιορίσει με αυτόν τον τρόπο, την κριτική.

Στην ανάγνωση γαλάζιων στελεχών «προσπάθησε να αποφύγει την οργή των πολιτών, αλλά κατέληξε να προκαλέσει ακόμη περισσότερο την κοινή γνώμη, αφού εμφανίστηκε να μη δείχνει καμία απολύτως ενσυναίσθηση. Καμία δυνατότητα να ταυτιστεί με το πρόβλημα των ανθρώπων». Οντως. Ακόμη άλλωστε κι όταν αποφάσισε να συνομιλήσει με κατοίκους των περιοχών που επλήγησαν, συναντήθηκε με «συντονιστικές επιτροπές κατοίκων» από το Μάτι και τον Νέο Βουτζά. Και η συνάντηση έγινε πίσω από τις κλειστές πόρτες του Μαξίμου, τη Δευτέρα που μας πέρασε.

Για τους υπερασπιστές του ο Τσίπρας στη διαχείριση αυτής της φυσικής καταστροφής έδειξε γρήγορα αντανακλαστικά. Βγήκε λάιβ το απόγευμα της 23ης Ιουλίου από τη Βοσνία, πήρε το αεροπλάνο και επέστρεψε στην Αθήνα αργά το βράδυ προκειμένου να μεταβεί στο Συντονιστικό της Πυροσβεστικής. Σύμφωνοι. Αν συγκρίνει κανείς τους πρωθυπουργικούς χρόνους αντίδρασης με εκείνους του περσινού Δεκαπενταύγουστου, όταν η φωτιά έκαιγε για τρεις μέρες Καπανδρίτι, Κάλαμο και Βαρνάβα κι αυτός απλά τιτίβιζε από τον επίσημο λογαριασμό του στο Twitter (εμφανιζόμενος στα πύρινα μέτωπα αφού δεν υπήρχε πια καμία εστία), μπορεί να πει ότι φέτος προσπάθησε περισσότερο να φανεί ετοιμοπόλεμος. Μόνο που όσα είδαν το φως της δημοσιότητας έπειτα, ότι – ας πούμε – καλούσε τις κάμερες στο «war room» εκείνο το βράδυ και δεν είπε λέξη για νεκρούς ενώ προφανώς γνώριζε, «μαύρισαν» τελικά το προφίλ που θέλησε να φιλοτεχνήσει.

Για τους επικριτές του τα λάθη, όπως η «σε απευθείας σύνδεση» νυχτερινή σύσκεψη, οδήγησαν και στα υπόλοιπα που ακολούθησαν. Προσπαθώντας το Μαξίμου να διαχειριστεί, άρα, τα επικοινωνιακά ατοπήματα – αντί για το πραγματικό πρόβλημα – έκανε το ένα νέο σφάλμα μετά το άλλο. Αυτό υποστήριξε εμμέσως ακόμη κι ο μικρός κυβερνητικός εταίρος την Τετάρτη, που δήλωσε πως «εξέθεσαν τον Τσίπρα, κακώς μπήκαν οι κάμερες στην ενημέρωση της μοιραίας Δευτέρας, του έδωσαν λάθος πληροφορίες». Ο Πάνος Καμμένος είπε, επομένως, με τον τρόπο του κάτι στο οποίο συμφωνούν οι περισσότεροι στο πολιτικό σκηνικό: εξαιτίας όλων των παραπάνω χειρισμών, το πολιτικό κεφάλαιο του Πρωθυπουργού, το φρέσκο του πρόσωπο – ή όπως θα έλεγε και ο Βερναρδάκης, το ότι είναι μόλις 44 ετών – σπαταλήθηκαν τις τελευταίες τρεις εβδομάδες.

Στη Μάνδρα. Πάντως, αν πάει κάποιος μερικούς μήνες πίσω, στον περασμένο Νοέμβριο, θα θυμηθεί πως και στις φονικές πλημμύρες της Μάνδρας ο Πρωθυπουργός ήταν επίσης παρών – απών. Στα ενσταντανέ από την τότε αυτοψία του εκεί δεν διακρίνονταν παρά μόνο πυροσβέστες, κυβερνητικοί, λάσπες και κατεστραμμένα αυτοκίνητα. Οχι πολίτες. Στη Μάνδρα είχε κάνει μια στάση, καθ’ οδόν προς την Ελευσίνα, για να πάρει το πρωθυπουργικό αεροσκάφος. Σαν να λέμε, το Μάτι δεν ήταν η πρώτη φορά, υπάρχει μοτίβο τσιπρικής αντίδρασης. Και είθισται, αν τέτοιου είδους μοτίβα εντυπωθούν στο μυαλό του μέσου ψηφοφόρου, η κατάσταση να μην αναστρέφεται με εξαγγελίες αλλαγών στον κρατικό μηχανισμό – σαν αυτές της Πέμπτης – από τις αίθουσες Τύπου των υπουργείων. Ούτε να αλλάζει με δομικούς ανασχηματισμούς.