Αναμφισβήτητα πολύτιμη η έκδοση του βιβλίου «Σημειώματα στο περιθώριο» του Κωστή Παλαμά, αν και τις σχεδόν τετρακόσιες πενήντα σελίδες του βραχύσωμου αυτού τόμου τις μοιράζονται με έναν μάλλον ανισομερή τρόπο τόσο τα σημειώματα του δημιουργού «Της ασάλευτης ζωής», που αγγίζουν τον αριθμό των εκατόν εβδομήντα σελίδων, όσο και η εισαγωγή και οι σημειώσεις της φιλολόγου Μάρας Ψάλτη – επιμελήτρια επίσης της έκδοσης – που, αν λογαριάζουμε σωστά, αριθμούν διακόσιες εβδομήντα τρεις σελίδες. Χωρίς η έκδοση να μπορεί να λογαριαστεί ως σχολαστική, αντίθετα θα έλεγε κανείς πως σπάνια συμβαίνει ένα τόσο «αρχαίο» υλικό να διατηρεί μια τέτοια δυναμική και μια τέτοια φρεσκάδα στην επαναφορά του στις μέρες μας. Κατόρθωμα πραγματικά εκθαμβωτικό της επιμελήτριας, αν υπολογίσει κανείς ότι ο εκ των πραγμάτων πολύχρονος μόχθος της γίνεται αντιληπτός με την ευφροσύνη που προκαλεί η εξιχνίαση μιας σχεδόν αστυνομικής υπόθεσης και όχι με την πλήξη που αισθάνεσαι με το ξαναζέσταμα ενός γραμματολογικά ταξινομημένου συμβάντος.
Πολύτιμη η έκδοση του βιβλίου «Σημειώματα στο περιθώριο» και για έναν ακόμη λόγο: ενώ γράφονταν τα σημειώματα αυτά, θα ορκιζόσουν πως δεν συνέβαινε τίποτε άλλο στον κόσμο παρά μονάχα ό,τι έδειχνε να απασχολεί τη σκέψη του ποιητή, με έναν τρόπο μάλιστα που αν και φαίνεται να μονοπωλεί το ενδιαφέρον του καιρού του σχεδόν σαν να μην υπήρχε τίποτε άλλο, ωστόσο μόνο μεροληπτικό δεν μπορείς να τον χαρακτηρίσεις. Με αποτέλεσμα να προτείνονται δύο τρόποι για να διαβάσει κανείς «Τα σημειώματα στο περιθώριο»: δηλαδή ή να τα διαβάσει μόνα τους, αυτοτελώς, σαν ένα ενιαίο ανάγνωσμα, χωρίς να καταφεύγει στις σημειώσεις, ή να τα διαβάσει σε συνδυασμό με τις σημειώσεις, αν και ο ορθότερος, κατά τη γνώμη μας, είναι να τα διαβάσει ταυτόχρονα με τις σημειώσεις, αλλά μια δεύτερη φορά γιατί θα είναι σαν να τα ανακαλύπτει ξανά. Σημειώνοντας συμπληρωματικά ότι και η αυτοτελής ανάγνωση των σημειώσεων, παρά τον εξόχως λεπτομερειακό τους χαρακτήρα – δεν διακρίνονται για κανενός είδους σοβαροφανή εμβρίθεια -, συνιστά μια άλλου είδους απόλαυση.
Η απογύμνωση της μαγείας
Ομως όσο εγκωμιαστικά έχει να μιλήσει κανείς για τις σημειώσεις, δεν μπορεί να αποκρύψει μια ένσταση για την εισαγωγή των εξήντα σελίδων, γιατί στην αγωνία της η επιμελήτρια να την κάνει όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένη, τη φορτώνει με τόση διευκρινιστική συμπερασματολογία ώστε συχνά προετοιμάζεται κανείς, σε σχέση με τα ίδια τα σημειώματα που ακολουθούν, για κάτι υποδεέστερο των πραγματικών τους διαστάσεων. Μια ταξινόμηση των σημειωμάτων, ακριβώς στην εισαγωγή, σύμφωνα με στάσεις και περιστατικά τής εν εγρηγόρσει ή εν ύπνω ζωής του Παλαμά, με το γλωσσικό ζήτημα, με τη διαχρονική προοπτική του Ελληνισμού σε όλες του τις εκφάνσεις, με την κατάσταση της σύγχρονής του ελληνικής θεατρικής σκηνής, με τις εντυπώσεις και τις παρατηρήσεις του όσον αφορά την αξιολόγηση κάποιων βιβλίων ή με εγγραφές που σχετίζονται με ζητήματα του στενού παλαμικού εργαστηρίου – και πάει λέγοντας -, όσο δηλαδή κι αν είναι πολύτιμη μια τέτοια ταξινόμηση, τελικά με τα στεγανά και κάτι το αδιαχώρητο που φαίνεται να δημιουργεί όσον αφορά την αντίδραση ενός μη ευρυμαθούς αλλά συγκινημένου αναγνώστη, μοιάζει να αφυδατώνει τους χυμούς μιας φιλελεύθερης και απροκατάληπτης ανάγνωσης όπως θα μπορούσε να έχει στο μεταξύ υπάρξει.
Με λίγα λόγια, μια εμμονή σε δευτερεύουσας σημασίας παραμέτρους – μιλάμε για την εισαγωγή πάντα – ώστε να παρεμβάλλονται παρατηρήσεις του τύπου «επιλέγει (ο Παλαμάς) συχνότερα ως κατάληξη επιρρημάτων το -ως (κτηνωδώς < κτηνώδικα)· αποφεύγει την έκθλιψη στο τέλος ουσιαστικών (δραματογράφοι < δραματογράφ’, παράδειγμα < παράδειγμ’)», που αν για τη μελέτη του οποιουδήποτε ποιητικού έργου μπορεί να συνιστά κι έναν μπούσουλα, σε μια σειρά στοχασμών διατυπωμένων σχεδόν όπως έρχονταν χωρίς ιδιαίτερη επεξεργασία, μοιάζει να στομώνει ένα αίσθημα μαγείας που τελικά είναι το μοναδικό ζητούμενο σε κάθε ήσσονος, περιθωριακού χαρακτήρα δημιουργία. Τόσο περισσότερο όταν δεν θα λογαριάζονταν τα σημειώματα αυτά ούτε καν ως πάρεργο, παρά την ιδιαίτερη σημασία τους, μέσα στο σύνολο μιας καίρια και ουσιαστικά υψηλόφρονης δημιουργίας όπως είναι το παλαμικό έργο. Δεν είναι σπάνιο το γεγονός – συμβαίνει σε πολλές εισαγωγές συγκεντρωτικών ή λιγότερο συνολικών εκδόσεων – ο μελετώμενος ποιητής να μεταβάλλεται σε ένα πρόσχημα για την ύπαρξη ενός αυτόνομου φιλολογικού οίστρου, που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν είναι ο ίδιος ο ποιητής που έχει συγκινήσει με το έργο του ή αν στη θέση του θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε δημιουργός θα προσέφερε τα «πιασίματα» για να γνωρίσουμε εξίσου καλά τόσο τον ίδιο όσο και τον σχολιαστή και ερμηνευτή του.
«Ο τελευταίος Διγενής…»
Οσο όμως επιφυλακτικοί στεκόμαστε στην εισαγωγή της Μάρας Ψάλτη, κυρίως ως προς τη διάρθρωσή της, που επιμένει με βάση ευκόλως συναποκομιζόμενα ορατά στοιχεία να τα θεωρεί ως το μεδούλι των παλαμικών σημειωμάτων, άλλο τόσο εκστατικοί αισθανόμαστε μπροστά στις σημειώσεις της. Δεν χρειάζεται παρά ένα μόνο παράδειγμα, το σημείωμα του Κωστή Παλαμά που φέρει τον αριθμό 66 ενώ γράφει: «Εξαφνα, όταν λέω πως θαυμάζω τον Καραϊσκάκη και θέλω να γεμίσω το τραγούδι μου με την ζωή του, δεν θα πει τούτο, καθώς θέλετε σχολαστικά να το εξηγήσετε, πως συλλογίζομαι, λογαριάζω, ξέρω εγώ τι κάνω, επηρεάζομαι, φεύγω από το φυσικό μου, κυνηγώ θέματα έξω από την ζωή μου, δεν έχω ειλικρίνεια, ρητορεύω, και τέτοια. Θα πει πως έχω κάτι μέσα μου, μέσα στης ψυχής μου τα βαθιά, κάτι τι διαφορετικό από τη ζωή μου· έχω μέσα στην ψυχή μου κάτι τι σαν ηρωικό, που μοιάζει σα να είναι αδέρφι του Καραϊσκάκη – κι όσο κι αν είναι η ζωούλα μου μια καθαρή αντίθεση της ζωής του ήρωα». Θα αρκούσε ως σημείωση της επιμελήτριας ο λόγος του ίδιου του Παλαμά ότι «ο Καραϊσκάκης, η πιο μεγάλη ηρωική μορφή της Ρούμελης και της Ελλάδος όλης αντιπροσωπευτικός» θα αποτελούσε «το επιστέγασμα» στο οικοδόμημα του τραγουδιού [του]. Σε ένα τριπλάσιας όμως έκτασης κείμενο, σε σχέση με το ίδιο το σημείωμα του Παλαμά, η επιμελήτρια μας γνωρίζει όλα τα στάδια της «σχέσης» του ποιητή με τον ήρωα της Ελληνικής Επαναστάσεως, ξεκινώντας από ένα κείμενο του Παλαμά που είχε συμπεριληφθεί στον τόμο «Η Ελλάς κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896. Πανελλήνιον εικονογραφημένον λεύκωμα» και περνώντας σε μεταγενέστερες εκτιμήσεις του, όπως αυτή του 1917, όταν έγραφε ο Παλαμάς για τον Καραϊσκάκη «ο τελευταίος Διγενής, ο Καραϊσκάκης, περιμένει τον ψάλτη του». Κυρίως όμως γνωρίζουμε – χάρη στη σημείωση της επιμελήτριας – την εμμονή του Παλαμά μέσα στις δεκαετίες να συνθέσει «Το τραγούδι του Καραϊσκάκη», έναν ύμνο επικό που να συνεχίζει και να ολοκληρώνει «Το τραγούδι της φλογέρας του βασιλιά» – τόσο χάρη σε εξομολογήσεις του ίδιου του ποιητή, με προσδιορισμένα με ακρίβεια τον χρόνο και τα έντυπα όπου φιλοξενούνταν οι εξομολογήσεις αυτές, όσο και σε μαρτυρίες λογίων της εποχής, ανάμεσά τους οι ποιητές Φώτος Γιοφύλλης και Κλέων Παράσχος, που είχαν γίνει αποδέκτες, σε δημοσιογραφικό επίπεδο, της σχετικής αγωνίας του.