Η βόλτα στην παραλία με τον παππού προέβλεπε απαραιτήτως και μια στάση στην μπουγάτσα Δωδώνη, μετά τη γωνία Ιωνος Δραγούμη με Εγνατία, το δεύτερο μαγαζί δεξιά. Μόλις ανέβαινες δύο μαρμάρινες σκάλες, σε χτυπούσε μοσχοβολιά από κανέλα, φρέσκο βούτυρο, ξεροψημένα φύλλα, που αναδυόταν απ’ τον ξυλόφουρνο στο βάθος του μαγαζιού. Αριστερά, στην προθήκη, βρισκόταν ο πάγκος με τις τάβλες, όπου τεμάχιζε ο Ηπειρώτης Γιαννακός τις ευωδιαστές μερίδες. Ο παππούς έλεγε «πογάτσα» με την καραμανλίδικη προφορά του και εννοούσε τη «σκέτη» – έτσι την έλεγαν στην Πόλη απ’ όπου κατέφθασε στη Σαλονίκη διατηρώντας το ίδιο όνομα. «Σκέτη», δηλαδή φύλλα μόνον ξεροψημένα και πασπαλισμένα με ζάχαρη, δίχως γέμιση. Εμείς, τα παιδιά, παίρναμε τη λαχταριστή με κρέμα. «Αυτό ‘ναι, παιδί μου», έλεγε ο παππούς, «το γλυκό των φτωχών και με δύο κομματάκια χορταίνεις. Ο χορτάτος κοροϊδεύει και την κερήθρα με το μέλι, μα για τον πεινασμένο και τα πικρά, γλυκά τον φαίνονται…». Είχε προλάβει δυο τάξεις στο Ζωγράφειο και ήξερε αρκετά ρητά που μας φαίνονταν αλαμπουρνέζικα. Αργότερα, βλέποντας εγώ την «Πολίτικη κουζίνα» του πρόωρα χαμένου Τάσου Μπουλμέτη, επικροτούσα το εγκώμιον της κανέλας που έπλεκε ο παππούς – μπακάλης στην ταινία, παινεύοντάς την όχι μόνον ως ευφραντικό, μα κι ως αντίδοτον λύπης. Οταν τύχαινε οι παρακαθήμενοι στα στρογγυλά, μαρμάρινα τραπεζάκια να ‘ναι γνωστοί – Ανατολίτες συνήθως – του παππού που συνομιλούσαν τουρκικά, αυτός, ως χουβαρντάς, κερνούσε όλη την παρέα.

Φεύγοντας, περνούσαμε από το Αλκαζάρ, το τζαμί, που τότε ήταν σινεμάς με δύο προβολές. Ειδικά οι ταινίες με τη Χούλια Κότσγιγιτ, την Αλίκη της Τουρκίας, έσπαζαν τα ταμεία. Στη γωνία Βενιζέλου, βλέπαμε τους λούστρους καθισμένους σ’ ένα σκαμνάκι μπροστά στα κασελάκια τους, όπου στραφτάλιζαν κάτι μπρούντζινα στολίδια. Το κασελάκι είχε στα πλάγιά του βούρτσες μικρές, μεγάλες, βαζάκια με μπογιές, και στο κέντρο του μια σιδερένια βάση, σαν ανάγλυφη πατούσα, για να βάλεις το παπούτσι σου. Εκείνος, σκυμμένος, δίπλωνε το μπατζάκι στο παντελόνι σου, έβαζε στους αστραγάλους τετράγωνα χαρτονάκια από τσιγαρόκουτα, μην και λερωθούν οι κάλτσες, και ξεσκόνιζε τα παπούτσια – τότε περίσσευε η σκόνη στους χωματόδρομους των προσφυγικών μας συνοικισμών. Μετά, έστρωνε με μια στρογγυλή βούρτσα την μπογιά, χτυπούσε ρυθμικά το κασελάκι για να βάλεις στη βάση το άλλο παπούτσι, κι αφού στέγνωνε η πρώτη στρώση, άπλωνε το γυαλιστικό, το «τζιλά», και μ’ ένα βελούδο πανί, χαϊδεύοντάς το, το γλίστραγε από δεξιά στ’ αριστερά για το γυάλισμα. Αν τύχαινε εκεί κάνας φίλος του παππού με το περίεργο όνομα Φύτων ή Φυτόσης, αρχίναγαν τα πειράγματα για το πώς μάθαιναν τα τουρκικά όταν ήταν παιδιά, λέγοντας έναν αριθμό που συνδύαζαν με κάποιο ζώο αυτής της γλώσσας. Αλλοτε σιγοτραγουδούσαν το «Βερεσία – βέρε βέρε», δηλαδή «δίνοντας βερεσέ τίποτε δεν μου έμεινε».

Σε μια περιδιάβασή μου στις ρωμαϊκές γειτονιές της Πόλης βρέθηκα ένα υγρό απόγευμα στο Κοντοσκάλι (Κουμ Καπί – Πύλη της Αμμου). Ξάφνου, ένιωσα σαν να ‘χα κάποτε ξαναβρεθεί εκεί – μνημονικές παραισθήσεις, ντεζά βιού, ντεζά βεκιού; Μα ναι! Εδώ ήταν το ραφτάδικο όπου δούλευε πριν από τον ξεριζωμό ο παππούς, κι από τον γωνιακό φούρνο έφταναν κύματα κύματα οι ευωδιαστές αύρες της «πογάτσας»! Οταν είδα την ταινία του Τάσου Ψαρά «Καραβάν Σαράι», βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Λάζαρου Παυλίδη, του τόσο άδικα παραγνωρισμένου κιλκιτσιώτη πεζογράφου, ζωντάνεψαν οι διηγήσεις του παππού με τις προσφυγικές φαμίλιες, που έμεναν εκεί μέσα στο πολυώροφο κτίριο, χωρισμένες μεταξύ τους με κιλίμια, κουβέρτες και μπατανίες – έστω και κεντημένες με ανατολίτικα, περίτεχνα σχέδια.

Πάνε είκοσι χρόνια πια που η μπουγάτσα εκείνη έκλεισε. Σ’ ένα μαγαζάκι, κατεβαίνοντας αριστερά στη Βενιζέλου, είδα μια ταμπέλα Δωδώνη 1885, νέα όμως κοπή, φρανσάιζ βέβαια, δόξης παλαιάς. Πόσα χρόνια από τότε! Μα τι να σε κάνουν οι προσθαφαιρέσεις; Μετράει και ξαναμετράει τα κέρματα στο πάνινο σακουλάκι του ο Βασιλάκης Καΐλας στον «Λουστράκο» της Μαρίας Πλυτά για να δώσει την αμοιβή στον δικηγόρο (που είχε γνωρίσει βάφοντας τα παπούτσια του), προκειμένου εκείνος να βγάλει από τη φυλακή την αθώα μανούλα του. Και ως λαϊκό μελόδραμα, συνεχίζει και σπουδαστής της Ιατρικής (ο Παπαμιχαήλ πλέον) να βάφει παπούτσια. Κάποτε, η βάναυση απειλή «λούστρος θα γίνεις, μωρέ, ή χαμάλης, αχαΐρευτε» είχε κάποιο αντίκρισμα – δεν είχαν εκλείψει οι τάξεις των συμπαθών αυτών και ταπεινών βιοπαλαιστών. Μα απομένει η απάντηση του καθαρού στην καρδιά Κακόμη, στο ομώνυμο διήγημα του Παπαδιαμάντη του 1903, στα ρηχά πειράγματα που του έκαναν οι ανάλγητοι μεταπράτες: «Μόνο για χαμάλης ήσουν ικανός»… Μ’ όλη τη δύναμη που του χάριζε η τίμια δουλειά του είχε αντιτείνει, αυτός, ένας χαμάλμπασης της αγοράς: «Αυτό είναι το πλέον ελεύθερο επάγγελμα. Αλλο καλύτερο δεν ηύρα. Κι εσύ», αποτεινόμενος στον Αλέξη τον καφετζή, «δεν ήσουν ικανός για τίποτα. Πόσω μάλλον για χαμάλης…».  Κι ούτε για λούστρος, ωσάν τον γελαστό Φυτόση…