Νυφικές φορεσιές από τα Μεσόγεια της Αττικής στροβιλίζονται μετέωρες δίπλα σε καβάδια από την Κάρπαθο. Και τα χρώματα από το «μπογιατζίσιο» φουστάνι, «γυαλωμένο» με κερί από το Πεντάλοφο του Εβρου, συνομιλούν με τα λοξά φύλλα, τα λεγόμενα «λαγκιόλια», του μάλλινου επενδύτη των βλάχων κτηνοτρόφων της Πίνδου… Είναι απαραίτητες κάποιες εισαγωγικές πληροφορίες για τη σχέση που ανοίγει ένας καλαίσθητος τόμος με τοπικές φορεσιές και κοσμήματα και τη σημασία που έχει η επανεξέταση της παράδοσης με σύγχρονο βλέμμα. Αφορμή δίνει η έκδοση του καταλόγου που συνοδεύει τη Συλλογή «Βικτωρία Γ. Καρέλια» την οποία δώρισε στο Λύκειο Ελληνίδων η συλλέκτρια και δημιουργός της Βίκυ Καρέλια, πρόεδρος του παραρτήματος Λυκείου Ελληνίδων Καλαμάτας. Είναι μια υποδειγματική συλλογή ενδυμασιών και κοσμημάτων μέσα από την οποία προβάλλεται ο λαϊκός και αστικός πολιτισμός του ελληνικού γεωγραφικού χώρου από τον 19ο έως τις αρχές του 20ού αιώνα.
Οι σελίδες του καταλόγου με κείμενα και φωτογραφίες αφηγούνται το πάθος και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της συλλογής, που ξεκίνησε το 1970 με την αγορά ενός μικρού αριθμού αυθεντικών δημιουργιών.
Πώς ξεκίνησαν όλα
Η ίδια η Βίκυ Καρέλια δεν είναι ερευνήτρια. Η συλλεκτική της δραστηριότητα άρχισε όταν παντρεύτηκε τον Γιώργο Καρέλια και μετά τον γάμο της εγκαταστάθηκε στην Καλαμάτα. Η προσαρμογή της στη νέα ζωή και στον νέο τόπο ήταν το έναυσμα για τη συλλεκτική πρακτική. Οι φορεσιές την ελκύουν αισθητικά, θαυμάζοντας την τόλμη ως προς το κόψιμο και τους χρωματικούς συνδυασμούς τους. Αγοράζει λοιπόν εκείνα τα αντικείμενα τα οποία δίνουν απάντηση στα προσωπικά της ερωτήματα, συγκροτώντας μια συλλογή η οποία στο βάθος χρόνου, όπως επισημαίνει και ο Ζαν Μποντριγιάρ, αποτελεί την προέκταση του εαυτού: «Στην αρχή αγόραζα φορεσιές από δύο γνωστούς παλαιοπώλες, τον Γιώργο Γκούτη και τον αείμνηστο Δημήτρη Ζούμα. Σιγα σιγά έγινε γνωστή η συλλεκτική μου δραστηριότητα. Γνώριζα εξάλλου από παλιά την οικογένεια Γιαννούκου που είχε το παλαιοπωλείο Antiqua στη Λεωφόρο Αμαλίας, από το οποίο αγόρασα τα αστικά και τους ντουλαμάδες. Τους είχα εμπιστοσύνη. Δεν πήγαινα σε χωριά να κάνω έρευνα. Δεν ήταν ο τύπος μου».
Η δίγλωσση έκδοση (ελληνικά – αγγλικά) ακολουθεί την οδό της αρχιτεκτονικής άποψης του Θανάση Κυρατσού, ο οποίος επιμελήθηκε την αποκατάσταση του κτίσματος του 1875: Οπως ο επισκέπτης ανακαλύπτει ξαφνιασμένος μέσα στον χώρο τα εκθέματα, ανάλογα και το βλέμμα του αναγνώστη βυθίζεται στην ακρίβεια και στον πλούτο των μοναδικών ενδυμάτων και αντικειμένων που αναδεικνύονται από τις λεπτομέρειες των επεξεργασμένων φωτογραφιών.
Στη συγκεκριμένη συλλογή, χρυσοκέντητα βελούδινα, τσόχινα και μεταξωτά ενδύματα συνυπάρχουν και συνομιλούν με χοντρά μάλλινα αργαλίσια υφαντά ως έργα λαϊκής τέχνης. Η συλλέκτριά τους είχε πλέον εντοπίσει στην κοπή του σεγκουνιού, την ποδιά της Σαρακατσάνας, τους ανθρώπους που έβαφαν, ύφαιναν, στόλιζαν και έφτιαχναν αυτά τα ρούχα.
Ερμηνεύοντας την ιστορία
«Η φορεσιά ενός τόπου δε φανερώνει μόνο την καλαισθησία των κατοίκων του, παρά έχει οργανική σύνδεση με όλες τις εκδηλώσεις του τοπικού πολιτισμού» έχει υποστηρίξει η λαογράφος Αλκη Κυριακίδου-Νέστορος στο έργο της «Λαογραφικά Μελετήματα», καθιστώντας με σαφήνεια την ενδυματολογική έρευνα ως ερμηνευτικό εργαλείο της Ιστορίας. Σε αυτόν τον άξονα κινείται και η ανάδειξη της σημασίας των τοπικών ενδυμασιών της συλλογής της Βίκυς Καρέλια από τη λαογράφο Νάντια Μαχά-Μπιζούμη. Η οποία με το άρθρο της τεκμηριώνει τη θέση ότι η ιδιοσυγκρασιακή αυτή συλλογή προσφέρει δυνατότητες νέας ερμηνείας. Οχι επειδή όλα τα εκθέματα είναι «αριστουργήματα», αλλά επειδή πρόκειται για τεκμήρια που μαρτυρούν γνώσεις τεχνικών διαδικασιών, επεξεργασίας υλικών, ειδικές δεξιότητες. Πρόκειται για ενδείξεις του παρελθόντος των οποίων τα νοήματα μπορεί και να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη κατανόηση του παρόντος.
Λύκειον των Ελληνίδων Καλαμάτας, Συλλογή Ελληνικών Ενδυμασιών «Βικτωρία Γ. Καρέλια»
Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2018