Στην πολιτική σχεδόν τα πάντα εξαρτώνται από το μήνυμα. Η διαφοροποίηση της πολιτικής θέσης μιας παράταξης εδράζεται στη διαμόρφωση πολιτικών ξεχωριστών και ευδιάκριτων από το εκλογικό σώμα. Τότε οι πολιτικές επιπτώσεις γίνονται ραγδαίες. Ο εντοπισμός διαφορών στις προτιμήσεις του κόσμου απέναντι σε ανταγωνιζόμενες παρατάξεις έχει να κάνει με την αίσθηση που δημιουργείται πως κάποιος αρχίζει να ξεχωρίζει.
Στην Ελλάδα υπάρχει μια ιδιαιτερότητα. Η δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβέρνηση συνεχίζει να μεγαλώνει. Εχει δε διεθνώς παρατηρηθεί πως τις εκλογές συνήθως δεν τις κερδίζουν οι αντιπολιτεύσεις, αλλά τις χάνουν οι κυβερνήσεις (Paul Lazarsfeld). Παρά όμως τη διογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια, δεν σημειώνεται ένα παράλληλο ισχυρό ρεύμα στήριξης της αντιπολίτευσης. Η κυβέρνηση δείχνει να χάνει δραματικά τη λαϊκή υποστήριξη, την οποία όμως αντίστοιχα δεν φαίνεται να κερδίζει θεαματικά η αντιπολίτευση – και ιδιαίτερα η αξιωματική.
Η εξήγηση του φαινομένου έχει βάσεις στην πρόσφατη ιστορική εμπειρία του τόπου. Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κυβέρνηση πάνω στην πίστη του κόσμου πως φέρνει κάτι καινούργιο και πως θα καταργήσει φόρους (ΕΝΦΙΑ). Ακολούθησε την πεπατημένη, απογοήτευσε και εξόργισε. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ έχουν μακρά κυβερνητική ιστορία και χαρακτηριστικά. Για τον πολύ κόσμο, δεν συνθέτουν κάτι διαφορετικό. Εξ ου και η έλλειψη ενθουσιασμού για στήριξή τους.
Ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό σήμερα δείχνει να πίνει νερό στο όνομα του κρατισμού. Ακόμα και η Χρυσή Αυγή, που θα μπορούσε να είναι μια επικίνδυνη τώρα εναλλακτική λύση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως υπουργός έδειξε να μη φοβάται τις δαγκωματιές του δημόσιου τομέα. Ως αρχηγός όμως γύρισε σε γνώριμα μονοπάτια. Ο αρχικός ενθουσιασμός στέρεψε. Τώρα πια είναι μόνο υποστήριξη. Για κάτι λογικότερο και λιγότερο ριψοκινδυνευμένο.
Για να χαραχθεί πορεία θριάμβου, όμως, χρειάζεται ο κόσμος να νιώσει ανάταση και να πιστέψει σε προοπτικές. Με κουβέντες όμως που θυμίζουν προηγούμενα χρόνια και μισόλογα πολιτικής προοπτικής, ενθουσιασμός δεν ριζώνει. Θέλει λόγο και μηνύματα που δείχνουν ξέκομμα από το παρελθόν. Κι ας ενοχλούν μερικούς ή φοβίζουν άλλους.
Να το ξεκαθαρίσω: Ενας λόγος επιθετικός απέναντι στο Δημόσιο και μπόλικη επιφύλαξη απέναντι στην «τα κάνει όλα σωστά» Ευρωπαϊκη Ενωση θα έδειχνε πως κάτι ριζικά αλλάζει. Αρκετά με την πολιτική ορθότητα των «ξενέρωτων» Βρυξελλών. Πρέπει να υπάρξει μια ιδιαίτερη ελληνική σφραγίδα στην πολιτική. Φιλευρωπαϊκή αλλά με χαρακτήρα. Να αρχίσει η Ελλάδα να φαίνεται και να ξεχωρίζει.
Κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να φοβίζει. Οι Βρυξέλλες έχουν ενοχλήσει πολύ κόσμο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Και η έννοια του δημόσιου τομέα έχει χρεοκοπήσει σχεδόν παντού σαν αυριανή προοπτική. Αυτοί που παραμένουν πιστοί στη διαιώνισή του είναι όσοι κερδίζουν απ’ αυτόν. Κι αυτοί είναι που παραμένουν οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν πρόκειται να χάσει τίποτα από εκεί η ΝΔ. Οσο για τους δικούς της κρατιστές; Τώρα οφείλει να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Που το κόστος για τους διαφωνούντες είναι απαγορευτικό. Μετεκλογικά το παιχνίδι θα είναι χαμένο. Οσοι διαφωνούν θα έχουν βουλευτικές έδρες. Που θα αξιοποιούνται σαν πύραυλοι για αναχαίτιση κάθε κυβερνητικής ανατρεπτικής πρωτοβουλίας.